ασυζήτητος
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που δεν συζητήθηκε, που δεν έγινε αντικείμενο συζήτησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συζητώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλά του Βυζάντιου].
-η, -ο
αυτός που δεν συζητήθηκε, που δεν έγινε αντικείμενο συζήτησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συζητώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλά του Βυζάντιου].