ἀντέξοδος

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ, a

   A military movement, τὰς δι' ἀλλήλων ἀ. καὶ εἰσόδους Onos.10.2.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
pase, crucede unas filas de soldados con otras, como ejercicio de instrucción τὰς δι' ἀλλήλων ἀντεξόδους καὶ εἰσόδους Onas.10.2.

Greek Monolingual

η (AM ἀντέξοδος)
αντεπίθεση από φρούριο ή οχυρωμένη περιοχή.