καταπτυχής

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ές,

   A with ample folds, ἐμπερόναμα Theoc.15.34.

German (Pape)

[Seite 1373] ές, faltenreich, Theocr. 15, 34.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτῠχής: -ές, ἔχων πολλὰς πτυχάς, ἐμπερόναμα Θεόκρ. 15. 34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a des replis nombreux ou profonds.
Étymologie: κατά, πτύσσω.

Greek Monolingual

καταπτυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει πολλές πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πτυχής (< πτυχή), πρβλ. ισο-πτυχής, περι-πτυχής].