δαιμονοπάθεια

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ δαιμονοπάθεια)
νόσος που προέρχεται από δαιμονική επήρεια
νεοελλ.
φρενοπάθεια κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα.