επήρεια
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
η (AM ἐπήρεια)
μσν.- νεοελλ.
η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια του φαρμάκου»)
αρχ.-μσν.
1. κακή, βλαβερή επίδραση
2. επίθεση, κακομεταχείριση
3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία
4. φιλότιμο, αξιοπρέπεια
μσν.
1. οικονομική υποχρέωση
2. εξαναγκασμός σε κάποια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που, κατά μία άποψη, προέρχεται πιθ. από επίθ. επ-ηρής και συνδέεται με τα αρειή, αρή, ενώ άλλοι θεωρούν ως β' συνθετ. τον αμάρτυρο τ. έρος, οπότε το -η- είναι προϊόν του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει. Ο τ. έρος απαντά πιθ. στο ερεσχηλείν ή μπορεί ακόμη να θεωρηθεί απαθής βαθμίδα τών τύπων άρος, αρειή, Άρης αλλά και απ-αρές].