κηροποιείο

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
εργαστήριο κατασκευής κεριών και λαμπάδων, κηροπλαστείο, κεράδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγελου Σ. Βλάχου].