Κελτός

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
Celte ; οἱ Κελτοί les Celtes.

Greek Monolingual

Κελτός, -ή και Κελτίς, -όν (Α)
(το αρσ. στον πληθ.) οἱ Κελτοί
βλ. Κέλτες.