καταχειροκροτώ
Greek Monolingual
-έω
χειροκροτώ κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, επευφημώ με χειροκροτήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χειροκροτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Μιλτιάδη Χουρμούζη].
-έω
χειροκροτώ κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, επευφημώ με χειροκροτήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χειροκροτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Μιλτιάδη Χουρμούζη].