χειροκροτώ
Greek Monolingual
χειροκροτέω, Ν
1. χτυπώ ρυθμικά τα χέρια με ανοιχτές παλάμες ως ένδειξη ενθουσιασμού ή επιδοκιμασίας («τον χειροκροτούσαν επί πολλήν ώρα»)
2. μτφ. επικροτώ, επιδοκιμάζω («η Βουλή, σύσσωμη, χειροκρότησε την εισηγητική έκθεση του υπουργού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + κροτώ (< κρότος), πρβλ. ποδοκροτώ].
Translations
clap
Arabic: صَفَّقَ; Belarusian: пляскаць; Bulgarian: аплодирам; Catalan: aplaudir; Cherokee: ᏓᏏᏛᏂᎭ; Chinese Mandarin: 拍手, 鼓掌; Czech: tleskat; Dutch: applaudisseren, klappen; Esperanto: klaki, aplaŭdi; Finnish: taputtaa; French: applaudir; German: klatschen, applaudieren; Greek: χειροκροτώ; Ancient Greek: κροτέω, κροτέω ταῖς χερσί, κροτέω τῇ χειρί, κροτέω τὰς χεῖρας, κροτέω τὼ χεῖρε, χερσὶ συμπλαταγέω, συμπλαταγέω; Hebrew: מחא כפיים; Hindi: ताली बजाना; Hungarian: tapsol; Italian: applaudire; Japanese: 拍手する; Kurdish Central Kurdish: چەپڵە لێدان; Latin: plaudo, complodo; Macedonian: ракоплеска, аплаудира; Malayalam: കൈയ്യടിക്കുക, കൈകൊട്ടുക; Maori: pakipaki; Polish: klaskać, bić brawo; Portuguese: aplaudir; Russian: аплодировать, хлопать; Serbo-Croatian: pljeskati; Slovak: tlieskať; Slovene: ploskati; Spanish: aplaudir, batir palmas, dar palmadas, dar palmas, golpear las manos, hacer palmas, ovacionar, tocar las palmas; Thai: ปรบมือ, ตบมือ; Turkish: şak; Ukrainian: аплодувати, плескати, рукоплескати