χειροκροτώ

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

-έω, Ν
1. χτυπώ ρυθμικά τα χέρια με ανοιχτές παλάμες ως ένδειξη ενθουσιασμού ή επιδοκιμασίας («τον χειροκροτούσαν επί πολλήν ώρα»)
2. μτφ. επικροτώ, επιδοκιμάζω («η Βουλή, σύσσωμη, χειροκρότησε την εισηγητική έκθεση του υπουργού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + κροτώ (< κρότος), πρβλ. ποδοκροτώ].