κηδωλός

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων, Suid.

German (Pape)

[Seite 1430] sorgend, = κηδόμενος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κηδωλός: «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων» Σουΐδ.

Greek Monolingual

κηδωλός (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήδω + κατάλ. -ωλός (πρβλ. αμαρτ-ωλός, φειδ-ωλός)].