ασύνδετος

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύνδετος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει συνδεθεί
2. σχήμα λόγου κατά το οποίο λέξεις ή έννοιες παρατάσσονται χωρίς να συνδέονται με συνδετικά μόρια ή διαζευκτικούς συνδέσμους
νεοελλ.
αυτός του οποίου έχει διακοπεί η επικοινωνία με άλλους
αρχ.
ανεξάρτητος, αυτοτελής.