καταγρώ
Greek Monolingual
καταγρῶ, -έω (Α)
1. συλλαμβάνω, αρπάζω
2. καταφθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγρῶ «συλλαμβάνω» (< ἄγρα «κυνήγι»)].
καταγρῶ, -έω (Α)
1. συλλαμβάνω, αρπάζω
2. καταφθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγρῶ «συλλαμβάνω» (< ἄγρα «κυνήγι»)].