ἄγρα

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓́γρᾱ Medium diacritics: ἄγρα Low diacritics: άγρα Capitals: ΑΓΡΑ
Transliteration A: ágra Transliteration B: agra Transliteration C: agra Beta Code: a)/gra

English (LSJ)

Ion. ἄγρη, ἡ,
A hunting, the chase, (never in Il.), ἄγρην ἐφέπειν Od.12.330; χαίρουσι δέ τ' ἀνέρες ἄγρῃ 22.306; ἐς ἄγρας ἰέναι E.Supp. 885; ἄγρα ἀνθρώπων Pl.Lg.823e; ἁλιαδᾶν ἔχων ἀΰπνους ἄγρας S.Aj. 880 (lyr.).
2 way of catching, Pi.N.3.81, Hdt.2.70.
II quarry, prey, Hes.Th.442; ἄγραν ὤλεσα A.Eu.148 (lyr.); εὔκερως ἄ. S.Aj. 64, cf. 407 (pl.); Μελέαγρε, μελέαν γάρ ποτ' ἀγρεύεις ἄ. E.Fr.517; game, Hdt.1.73, etc.; of fish, draught, take, Ev.Luc.5.9: metaph., δορὸς ἄγρα A.Th.322 (lyr.).
III Ἄγρα, ἡ, title of Artemis at Athens, Pl.Phdr.229c; τὰ ἐν Ἄγρας (sc. μυστήρια) Paus. Gr.Fr.13; τὰ πρὸς Ἄγραν IG2.315; μήτηρ ἐν Ἄγρας ib.273:—also Ἄγραι, αἱ, the precinct of Artemis Agra, Paus.1.19.6, St. Byz., AB334, etc. (With ἄγρα: ἄγρια cf. θήρα: θηρία.)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἄγρη
I 1 caza, cacería, montería χαίρουσι δέ τ' ἀνέρες ἄγρῃ Od.22.306, ἄγρῃ τερπομένην de Ártemis h.Hom.27.5, τὸ μὲν εὕρημα θεῶν ... ἄγραι καὶ κύνες X.Cyn.1.1, cf. 13.15, ἄγρην ἐφέπειν Od.12.330, ἐς ἄγρας ἰέναι E.Supp.885, εἰς ἄ. ἥκειν Plb.9.6.9, τὰ κάλλιστα ... ἡμῖν ἦν ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας φοιτέοντας εὐδοκιμέειν Hdt.1.37, τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν (Áyax, creyendo haber matado a los Aqueos), S.Ai.93, μώραις δ' ἄγραις S.Ai.406, θήρευσις καὶ ἄ. Pl.Lg.824a, θοῆς ... ἄγρης Call.Del.229, cf. Nonn.D.9.171, Aesop.94.1, c. gen. θηρίων Hdt.3.129.
2 modo, forma de caza ἄγραι ... πολλαὶ καὶ παντοῖαι Hdt.2.70, ἀφροδισία ἄγρα = caza con reclamo para lo que se empleaba una hembra de la especie, S.Fr.166.
3 jornada de pesca τίς ... ἁλιαδᾶν ἔχων ἀύπνους ἄγρας S.Ai.880
pesca εἰς ἄγραν = a pescar, Eu.Luc.5.4, ἀ. ἰχθύων = captura de peces Paus.7.5.7, PLugd.Bat.25.60.6 (IV d.C.)
fig. ἄ. ἀνθρώπων de la piratería, Pl.Lg.823e, de la labor apostólica, Thdr.Heracl.Io.422.7.
II 1 caza, presa, pieza ἄγρην ... θεὸς ὤπασε πολλήν Hes.Th.442, ἔλαβεν ... ἄγραν ποσίν (del águila), Pi.N.3.81, περιβαλὼν δ' ἄγραν Sol.23.3, ἄ. ὤλεσα A.Eu.148, cf. A.Fr.47a.2.3, αἱρεῖν τὰς ἄγρας X.Cyn.12.3, 13.13, εὔκερως ἄ. de un ciervo, S.Ai.64, Μελέαγρε, μελέαν γάρ ποτ' ἀγρεύεις ἄ. E.Fr.517, δυσαλωτέρα Pl.Ly.206a
fig. ἄγρην θέτο = fijó como presa e.e. deseó, anheló Hsch.
2 ἄ. τῶν ἰχθύων pesca, redada, Eu.Luc.5.9
simplemente abs. pesca ἄγρης μοῖραν ἔλειπον Eratosth.12, cf. Aesop.13, 21.
3 fig. botín, presa δορὸς ἄγρα A.Th.322, cf. E.Ba.434, Hdt.9.39, Pl.R.468a, Pl.Sph.235c.
• Etimología: Cf. ἀγρέω.

German (Pape)

[Seite 22] (verw. ἀγρέω, αἱρέω), Jagd, Fang, Hom. Od. 22, 306 χαίρουσι δέ τ' ἀνέρες ἄγρῃ, von gef. Vögeln; 12, 330 ἄγρην ἐφέπεσκον, ἰχθῦς ὄρνιθάς τε, φίλας ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο. Vgl. Pind. N. 3, 72. Auch sonst sowohl das Jagen selbst, θήρευσις καὶ ἄγρα Plat. Legg. VII, 824 a, als das Gefangene, die Beute. Bei Her. 1, 73 u. Plat. Lys. 206 a das Wild, δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιεῖν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 chasse;
2 ce qu'on prend à la chasse, gibier, proie, butin.
Étymologie: R. Ἀγ, v. ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

ἄγρᾱ: эп.-ион. ἄγρη
1 тж. pl. охота, ловля Hom., Soph., Eur., Plat.;
2 рыбная ловля Hom., Soph.;
3 способ ловли, охотничий прием (ἄγραι πολλαὶ καὶ παντοῖαι Her.);
4 охотничья добыча, пойманная дичь или улов Hes., Trag., Her.: δορὸς ἄ. Aesch. военная добыча;
5 дикие звери, дичь: δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιεῖν Plat. делать дичь недоступной, т. е. мешать охоте.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγρα: Ἰων. ἄγρη, ἡ, (ἄγω), ἀγρεύειν, συλλαμβάνειν, θηρεύειν, τὸ κυνηγέσιον, ἡ θήρα, ἡ ἁλιεία, (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλιάδι) ἄγραν ἐφέπειν, ἐξέρχομαι εἰς ἄγραν, ἀσχολοῦμαι εἰς κυνηγέσιον ἢ εἰς ἁλιείαν, Ὀδ. Μ. 330· χαίρουσι δέ τ’ ἀνέρες ἄγρη, Χ. 306· ἄγραις προσκεῖσθαι, Σοφ. Αἴ. 407· ἐς ἄγρας ἰέναι, Εὐρ. Ἱκ. 885, Πλάτ. Νόμ. 823Ε· ἔχων ἀΰπνους ἄγρας, ἐπὶ ἁλιέων, Σοφ. Αἴ. 880. 2) ἄγρευμα καὶ ὁ τρόπος τοῦ ἀγρεύειν, Πινδ. Ν. 3. 143, Ἡρόδ. 2. 70, 1. ΙΙ. ὅ,τι συνελήφθη ἐν τῷ κυνηγίῳ ἢ τῇ ἁλιείᾳ, τὸ θήραμα, Ἡσ. Θ. 442· ἄγραν ὤλεσα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 148 (λυρ.)· εὔκερως ἄ., Σοφ. Αἴ. 64, πρβλ. 297· Μελέαγρε, μελέαν γάρ ποτ’ ἀγρεύεις ἄγραν, Εὐρ. Ἀποσπ. 521: «κυνῆγι», Ἡρόδ. 1. 73. 5. κτλ.· ἐπὶ ἰχθύων, ὅ,τι συνελήφθη ἐν τῷ δικτύῳ, Εὐαγγ. Λουκ. ε΄, 9: - μεταφ. δορὸς ἄγρα, Αἰσχύλ. Θ. 322 (λυρ.). ΙΙΙ. Ἄγρα, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, ὡς τὸ Ἀγροτέρα, Ἀγραία, Πλάτ. Φαῖδρ. 229C, πρβλ. Ruhnk Τίμ. 186.

English (Slater)

ἄγρα quarry, prey (αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81) πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ?fr. 357.

English (Abbott-Smith)

ἄγρα, -ας, ἡ (< ἄγω),
1.the chase, a hunting or catching: Lk 5:4.
2.that which is taken, a catch: of fish, Lk 5:9. †

English (Strong)

from ἄγω; (abstractly) a catching (of fish); also (concretely) a haul (of fish): draught.

English (Thayer)

(ας, ἡ (ἄγω);
1. a catching, hunting: the thing caught: ἡ ἄγρα τῶν ἰχθύων ' the catch or haul of fish' i. e. the fishes taken (A. V. draught), Luke 5:9.

Greek Monotonic

ἄγρα: Ιων. ἄγρη, (ἄγω),
I. 1. κυνήγι, θήραμα· ἄγραν ἐφέπειν, εξόρμηση για κυνήγι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς ἄγρας ἰέναι, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για το ψάρεμα, σε Σοφ.
2. τρόπος κυνηγιού, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
II. αυτό που συλλαμβάνεται στο κυνήγι, θήραμα, λεία, σε Ησίοδ., Τραγ.· κυνήγι, σε Ηρόδ.· λέγεται για το ψάρεμα, αλίευμα, «ψαριά», σε Καινή Διαθήκη

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: hunting, prey (Od.)
Compounds: Instruments: πυράγρα fire-tongs (Il.), κρεάγρα meat-tongs (Ar.); ὀδοντάγρα tooth-tongs; diseases: ποδάγρα podagra; in -άγρετος: αὑτάγρετος self-chosen (Od.). The interpretation of these words is debated. βοάγρια, ἀνδράγριον what was taken from a cow (= shield), from a man, spoils of a slain enemy'.
Derivatives: ἀγρεύς hunter (Pi.); on the meaning of ἀγρέτης see Redard Les noms grecs en -της 236 A. 58; - ἀγρώσσω catch (Od.), cf. Schwyzer 733 ζ. ἀγρέω take, seize (Il.; only ipv. ἄγρει, -τε; but see Wackernagel Unt. 166f.), Aeol. ipv. κατάγρεντον.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The relation between ἄγρα and ἀγρέω is unclear. Against ἀγρέω as denominative from ἄγρα Schwyzer 727 A.1. McKenzie, Cl. Quarterly 15, 46f and 125, wants to separate the two words. DELG is inclined to accept this (I see no reason why then ἄγρα would have to be connected with ἄγω). It is said that ἀγρέω and αἱρέω influenced each other, but where? - Connection with the Indo-Iranian words is now rejected (see Frisk, DELG). From Celtic are compared W. aer battle (< *agra), Ir. ár n. defeat (< *agrom), Gaul. peoples name Veragri. - Fur. (s. index) thinks ἀγρέω is a substr. word, because of the prenasalized forms (Thess. αγγρε-), because of the form with αι for α (Ἐξαίγρετος on coins from Asia Minor, Vendryes, Mél. Boisacq 2, 331-334; this form I find hardly reliable), because of the variant ἐγρέω, and because of the metathesized form αργειτε. Non-IE origin is for both words quite possible.
See also: ζωγρέω

Middle Liddell

[ἄγω]
I. a catching, hunting, ἄγραν ἐφέπειν to follow the chase, Od.; ἐς ἄγρας ἰέναι Eur.: also of fishing, Soph.
2. a way of catching, Hes., Hdt.
II. that which is taken in hunting, the booty, prey, Hes., Trag.: game, Hdt.: of fish, a draught, haul, NTest.

Frisk Etymology German

ἄγρα: {ágra}
Grammar: f.
Meaning: Jagd, Beute (seit Od., vorw. poet.);
Composita: Zusammensetzungen: auf -άγρα: πυράγρα Feuerzange (Hom., Kall.), κρεάγρα Fleischzange (Ar. usw.); — ὀδοντάγρα Zahnzange, ποδάγρα Fußfessel, Podagra, χειράγρα Handgicht, vorw. mediz. Termini; — auf -άγρετος: παλινάγρετος was zurückzunehmen ist, widerruflich (ep. seit Il.), αὐτάγρετος selbstgewählt (ep. seit Od.), selbstwählend (Semon., Opp.). Die Komposita auf -άγρα und -άγρετος sind wahrscheinlich als Zusammenbildungen von einem Verbalstamm ἀγρ- zu betrachten.
Derivative: ἀγρεύς Jäger (Pi., A., E. u. a.); ἀγρεύω erjagen (Hdt., S., E., X. u. a., gewöhnlicher als ἀγρεύς), wovon ἀγρευτής Jäger (Sol., S. in lyr. usw.), ἀγρευτήρ ib. (Theok., Kall. usw.), ἄγρευμα ‘Jagdbeute, -netz’ (Sol., A., E., X., u. a.); zu ἀγρέτης, Bed. unsicher, vgl. Redard Les noms grecs en -της 236 A. 58; — ἀγρώσσω jägern (ε 53 usw.), vgl. Schwyzer 733 ζ. ἀγρέω greifen (Hom. [nur Ipv. ἄγρει, -τε; aber vgl. Wackernagel Unt. 166f.], Sapph., Archil. u. a.), äol. Ipv. κατάγρεντον, Ptz. Aor. ἀγρέθεντα, -τες, Verbaladj. ἀγρεταί (Kos). Nom. ag. ἀγρέμων (-μών) Jagdspieß, Jäger usw. (A., H., EM). Davon ἀγρέμιον Beute (AP).
Etymology: Wie sich ἄγρα und ἀγρέω zueinander verhalten, ist nicht klargelegt. McKenzie Cl. Quart. 15, 47f. und 126 will, wenig überzeugend, ἀγρέω von ἄγρα, ἀγρεύω trennen. Er zieht die letztgenannten Wörter zu ἀγρός, wovon zunächst ἀγρεύς eig. zum Felde gehörig mit nachträglicher Beziehung auf die Jagd, dann aus diesem ἀγρεύω und endlich daraus (nach θηρεύειν: θήρα) ἄγρα. Aber die Chronologie der Belege ist einer solchen Annahme nicht günstig. Ansprechender scheint seine Hypothese, ἀγρέω sei aus dem. Verbaladjektiv -άγρετος entstanden, das eigentlich zu ἀγείρω gehöre wie -αγρέτης in ἱππαγρέτης, κωλακρέτης (aus -αγρέτης, s. d.) u. a. Gegen ἀγρέω als Denominativum von ἄγρα mit Recht Schwyzer 727 A. 1. Eine Entscheidung wird dadurch erschwert, daß ἀγρέω und αἱρέω einander beeinflußt zu haben scheinen (αὐτάγρετος wie αὐθαίρετος, ἀγρέθεντα wie αἱρεθέντα, vgl. noch die Kontamination Ἐξαίγρετος auf kleinasiat. Münzen bei Imhof-Blumer 1, 165); da aber auch αἱρέω dunkel ist, bleiben die gegenseitigen Beziehungen ungewiß. — Zur Geschichte und Verwendung von ἀγρέω s. Vendryes Mél. Boisacq 2, 331ff., K. Wlaschim Studien zu d. idg. Ausdrücken für Geben und Nehmen. Diss. Wien 1927 (ungedruckt; vgl. Kretschmer Glotta 19, 207ff.). Aus anderen Sprachen werden zum Vergleich herangezogen: aind. ghāsé-ajra- ἅπ. λεγ. VS 21, 43, Bed. unsicher, gew. als zum Verzehren antreibend erklärt; aw. azra- ἅπ. λεγ. im Ausdruck vəhrkąm azrōdaiδ īm die auf Raub ausgehende Wölfin (Vid. 18, 45); außerdem eine keltische Gruppe, kymr. aer Schlacht, Kampf (< *agrā, eig. *Hetze), ir. ār n. Niederlage (< *agrom), gall. Volksname Veragri. Vgl. auch ζωγρέω.
Page 1,15-16

Chinese

原文音譯:¥gra 阿格拉
詞類次數:名詞(2)
原文字根:捕
字義溯源:捕捉,拉網,一網,打魚;源自(ἄγω)*=帶領)。在革尼撒勒湖邊,主吩咐彼得下網打魚,得了裝滿兩船的魚;在這件事上二次用使這字( 路5:4,9)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 一網(1) 路5:9;
2) 捕(1) 路5:4

English (Woodhouse)

booty, hunt, hunting, prey, quarry, animals for hunting, thing caught

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τό κυνήγι, ὅ,τι πιάστηκε στό κυνήγι, τό θήραμα). Ἀπό τό ρῆμα ἄγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω καί στό ἀγρεύω.

Translations

hunting

Arabic: صَيْد; Egyptian Arabic: صيد; Hijazi Arabic: صيد, قَنص; Armenian: որս; Avar: чанаве ине; Bashkir: һунар, һунарсылыҡ; Bulgarian: лов; Catalan: caça; Chinese Mandarin: 狩獵, 狩猎; Czech: lov; Esperanto: ĉasado; Finnish: metsästys; French: chasse, vènerie; Galician: caza; German: Jagd, Aalen; Greek: κυνήγι, θήρα; Ancient Greek: ἄγρα, ἄγρη, θήρα, θήρη, θηρεία, θήρευσις, θηρευτική, θηρομαχία, θηροσύνα, θηροσύνη, κυναγεσίη, κυνηγεσία, κυνηγέσιον; Hebrew: ציד; Irish: fiach, sealgaireacht, seilg; Italian: caccia; Japanese: 狩猟; Kazakh: аңшылық; Latin: venatio; Macedonian: лов; Malayalam: വേട്ടയാടൽ; Maori: whakangaunga; Old English: huntoþ; Old Turkic: 𐰉; Polish: polowanie; Portuguese: caça; Russian: охота; Sardinian Campidanese: càssa; Logudorese: zera, catza; Sassarese: catza; Southern Sierra Miwok: halki Spanish: caza, cacería, cinegética; Swahili: uwindo; Swedish: jakt; Tamil: வேட்டை; Tocharian B: werke; Ukrainian: полювання; Urdu: شِکار