κιονοειδής

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ές,

   A like a pillar, Eust.1399.33.

German (Pape)

[Seite 1441] ές, säulenartig, Eust. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῑονοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κίονα, Εὐμάθ. σελ. 9, Εὐστάθ. 1399. 33.

Greek Monolingual

-ές (Μ κιονοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κίονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -ειδής (< εἶδος)].