κιονοειδής
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
κιονοειδές, like a pillar, Eust.1399.33.
German (Pape)
[Seite 1441] ές, säulenartig, Eust. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κῑονοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κίονα, Εὐμάθ. σελ. 9, Εὐστάθ. 1399. 33.
Greek Monolingual
-ές (Μ κιονοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κίονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + -ειδής (< εἶδος)].