κραστίζομαι

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

   A consume green fodder, Sophr.166, cf. EM535.23, AB273.

Greek (Liddell-Scott)

κραστίζομαι: ἀποθετ., τρώγω χλόην, «γρασίδι», Σώφρων παρὰ Σχολ. ἐν Νικ. Θηρ. 861 (ἔνθα κακῶς κρατιζ-), πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 535. 23, Α. Β. 273.

Greek Monolingual

κραστίζομαι (Α) κράστις
τρώγω χλόη, βόσκω.