κράστις

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράστις Medium diacritics: κράστις Low diacritics: κράστις Capitals: ΚΡΑΣΤΙΣ
Transliteration A: krástis Transliteration B: krastis Transliteration C: krastis Beta Code: kra/stis

English (LSJ)

(κρᾶστις Harp.), εως, ἡ, = γράστις (q.v.), green fodder, esp. for horses (ἡ κ. τῶν ἵππων PGrenf.1.42.11 (ii B. C.)), Ar.Fr.798, Din.Fr.46.2, Arist.HA595b26, Thphr. HP8.7.5, al., PTeb.61(b).318 (ii B. C.), Poll.7.142.

Greek (Liddell-Scott)

κράστις: ἢ κρᾶστις, εως, ἡ, = γράστις (ὃ ἴδε), χλόη, ἰδίως δι’ ἵππους, «γρασίδι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 632, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 1, Πολυδ. Ζ΄, 142.

Greek Monolingual

κράστις και κρᾱστις, -εως, ἡ (Α)
1. η χλόη, το γρασίδι, η χορτονομή τών ζώων, ιδίως τών αλόγων
2. (στην Αίγυπτο επί Πτολεμαίων) είδος φόρου που κατέβαλλαν οι βασιλικοί γεωργοί στο δημόσιο ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράστις () «γρασίδι», με αφομοιωτική τροπή του ηχηρού -γ- σε άηχο -κ- λόγω του άηχου -τ- που ακολουθεί. Κατ' άλλους, ο τ. κράστις είναι ο αρχικός].

Frisk Etymological English

Meaning: green fodder
See also: s. γράω.

Frisk Etymology German

κράστις: {krástis}
Meaning: Grünfutter
Derivative: mit κραστίζομαι weiden
See also: s. γράω.
Page 2,8

German (Pape)

ιδος, ἡ, = γράστις, Gras; halb trocknes grünes Futter für Pferde, Harp.; ἡμίξηρος χόρτος, nach VLL; ein Futtergetreide, Arist. H.A. 8.8.