κράστις
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
(κρᾶστις Harp.), εως, ἡ, = γράστις (q.v.), green fodder, esp. for horses (ἡ κ. τῶν ἵππων PGrenf.1.42.11 (ii B. C.)), Ar.Fr.798, Din.Fr.46.2, Arist.HA595b26, Thphr. HP8.7.5, al., PTeb.61(b).318 (ii B. C.), Poll.7.142.
Greek (Liddell-Scott)
κράστις: ἢ κρᾶστις, εως, ἡ, = γράστις (ὃ ἴδε), χλόη, ἰδίως δι’ ἵππους, «γρασίδι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 632, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 1, Πολυδ. Ζ΄, 142.
Greek Monolingual
κράστις και κρᾱστις, -εως, ἡ (Α)
1. η χλόη, το γρασίδι, η χορτονομή τών ζώων, ιδίως τών αλόγων
2. (στην Αίγυπτο επί Πτολεμαίων) είδος φόρου που κατέβαλλαν οι βασιλικοί γεωργοί στο δημόσιο ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράστις (ἡ) «γρασίδι», με αφομοιωτική τροπή του ηχηρού -γ- σε άηχο -κ- λόγω του άηχου -τ- που ακολουθεί. Κατ' άλλους, ο τ. κράστις είναι ο αρχικός].
Frisk Etymological English
Meaning: green fodder
See also: s. γράω.
Frisk Etymology German
κράστις: {krástis}
Meaning: Grünfutter
Derivative: mit κραστίζομαι weiden
See also: s. γράω.
Page 2,8
German (Pape)
ιδος, ἡ, = γράστις, Gras; halb trocknes grünes Futter für Pferde, Harp.; ἡμίξηρος χόρτος, nach VLL; ein Futtergetreide, Arist. H.A. 8.8.