κοκκινίλα

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η κόκκινος
1. κοκκινάδα
2. συν. στον πληθ. οι κοκκινίλες
οι κοκκινωπές κατά τόπους αποχρώσεις του δέρματος, που προέρχονται από διάφορες ασθένειες ή δερματικές παθήσεις.