η κόκκινος1. κοκκινάδα2. συν. στον πληθ. οι κοκκινίλεςοι κοκκινωπές κατά τόπους αποχρώσεις του δέρματος, που προέρχονται από διάφορες ασθένειες ή δερματικές παθήσεις.