κόκκινος
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
English (LSJ)
η, ον,
A scarlet, Herod.6.19, Ep.Hebr.9.19, PHamb.10.24 (ii A.D.), Plu.Fab.15; κ. γενόμενος blushing, Com.Adesp.19.3 D.
II Subst. κόκκινα, τά, scarlet clothes, ἐν κ. περιπατεῖν, κ. φορεῖν, Arr.Epict. 3.22.10, 4.11.34; -ων βαφαί PHolm.21.41: sg., LXX Ex.25.4.
German (Pape)
[Seite 1471] scharlachroth; Ar. Vesp. 1067; Plut. Fab. 15 u. A.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d'un rouge écarlate.
Étymologie: κόκκος.
Par. φοῖνιξ¹, ὕσγινον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόκκινος -η -ον [κόκκος] scharlakenrood; NT; subst. τὸ κόκκινον scharlaken kledingstuk.
Russian (Dvoretsky)
κόκκῐνος: пурпурно-красный, багряный (ἐσθής Plut.; χλαμύς NT).
Spanish
English (Strong)
from κόκκος (from the kernel-shape of the insect); crimson-colored: scarlet (colour, coloured).
English (Thayer)
κοκκινη, κόκκινον (from κόκκος a kernel, the grain or berry of the ilex coccifera; these berries are the clusters of eggs of a female insect, the kermes (cf. English carmine, crimson)), and when collected and pulverized produce a red which was used in dyeing, Pliny, h. n. 9,41, 65; 16,8, 12; 24,4), crimson, scarlet-colored: scarlet cloth or clothing: Plutarch, Fab. 15; φόρειν κόκκινα, scarlet robes, Epictetus diss. 4,11, 34; ἐν κοκκινοις περιπατεῖν, 3,22, 10). Cf. Winer s RWB under the word Carmesin; Roskoff in Schenkel i., p. 501 f; Kamphausen in Riehm, p. 220; (B. D. under the word Colors, II:3).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κόκκινος, -ίνη, -ον)
1. αυτός που έχει το χρώμα της παπαρούνας, ερυθρός, πορφυρός, κοκκινοβαμμένος (α. «σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης», Βαλαωρ.
β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην», ΚΔ)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κόκκινα
φορέματα με ερυθρό χρώμα («ἐν κοκκίνοις περιπατεῖν», Αρρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει χρώμα προσώπου κοκκινωπό («γιατί είσαι κόκκινος;»)
2. αυτός που αναφέρεται στον κομμουνισμό, κομμουνιστικός, σοβιετικός («κόκκινος στρατός»)
3. το ουδ. ως ουσ. το κόκκινο
το ερυθρό χρώμα («μού αρέσει το κόκκινο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος, λόγω της χρησιμοποιήσεως κόκκων ως βαφικής ουσίας. Βλ. και ερυθρός].
Greek Monotonic
κόκκῐνος: -η, -ον, άλικος, κατακόκκινος, Λατ. coccineus, σε Πλούτ., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
κόκκῐνος: -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, Λατ. coccineus, Πλουτ. Φάβ. 15, Καιν. Διαθ.· ― κόκκινα, κόκκινα ἐνδύματα, ἐν κ. περιπατεῖν, κ. φέρειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22. 10., 4. 11. 34. ― Περὶ τοῦ Στράβ. 824, ἐν λέξ. κοῦκι.
Middle Liddell
κόκκῐνος, η, ον
scarlet, Lat. coccineus, Plut., NTest.
Chinese
原文音譯:kÒkkinoj 可克企挪士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:子粒(深紅色) 相當於: (שָׁנִי)
字義溯源:深紅色的,朱紅色料,朱紅色的;源自(κόκκος)*=子粒)
出現次數:總共(6);太(1);來(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 朱紅色的(4) 太27:28; 啓17:3; 啓17:4; 啓18:16;
2) 朱紅色料(1) 啓18:12;
3) 朱紅色(1) 來9:19
Léxico de magia
-ον escarlata de una clámide ὄψῃ θεὸν νεώτερον, εὐειδῆ, πυρινότριχα, ἐν χιτῶνι λευκῷ καὶ χλαμύδι κοκκίνῃ verás a un dios más joven, de hermoso aspecto, de ígneo cabello, en un manto blanco y clámide escarlata P IV 637 de un cordón περιεζωσμένος νέον ἐβέννινον ἄρριχον καὶ ἐν τῇ κεφαλῇ στροφεῖον σφενδόνης κόκκινον ceñido con una cesta de mimbre nueva del color del ébano y en la cabeza un cordón escarlata como cinta P III 619 de un pergamino εἰς δέρμα κόκκινον ἐπίγραψον τάδε en un pergamino escarlata escribe lo siguiente P VII 201
Translations
Afrikaans: bloedrooi; Albanian: ngjyrë alle; Arabic: قِرْمِزِيّ; Azerbaijani: qönçə, al, al-qırmızı; Bulgarian: ален; Catalan: escarlata; Chinese Mandarin: 深紅色, 深红色, 緋紅, 绯红; Chukchi: нычелляк'эн; Cornish: kogh; Czech: šarlatová barva, purpur; Danish: skarlagen; Dutch: scharlaken, scharlakenrood, vuurrood; Estonian: sarlakpunane, ergav; Finnish: helakanpunainen, tulipunainen; French: écarlate; Galician: escarlata; Georgian: ალისფერი; German: Scharlachrot, Scharlach; Greek: άλικος; Greenlandic: aappallarissoq; Hebrew: שָׁנִי; Hindi: क़िरमिज़; Hungarian: skarlát, skarlátpiros, skarlátvörös, élénkvörös, narancsvörös; Ido: skarlato; Indonesian: merah tua; Irish: scarlóid; Italian: scarlatto; Japanese: 緋色; Korean: 스칼렛; Kurdish Central Kurdish: ئاڵ; Malagasy: dorehitra; Malay: merah; Norwegian: skarlagen; Persian: اشکرلاط, سقرلات, آل; Polish: szkarłat; Portuguese: escarlate; Romanian: stacojiu; Russian: алый, багровый, багряный; Serbo-Croatian: crven; Spanish: escarlata; Swahili: nyekundu; Swedish: scharlakansrött; Tagalog: iskarlata, eskarlata; Telugu: ఎర్రని; Turkish: kızıl; Ukrainian: яскраво-червоний; Uzbek: qizil rang; Vietnamese: đỏ; Volapük: skarlataköl; Welsh: coch, ysgarlad