Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ο1. αυτός που τρώγει πολλά κρεμμύδια2. το έντομο κρομμυδοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο-φάγος, χορτο-φάγος.