κοθώ
German (Pape)
[Seite 1465] οῦς, ἡ, = βλάβη, Hesych., s. das Vorige.
Greek Monolingual
κοθῶ, -οῦς, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόθουρος.
[Seite 1465] οῦς, ἡ, = βλάβη, Hesych., s. das Vorige.
κοθῶ, -οῦς, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόθουρος.