κουνιστός

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να κουνιέται, να λικνίζεται
2. (για άνδρα) αυτός που κουνιέται προκλητικά καθώς περπατάει, ο θηλυπρεπής, ο κίναιδος
3. (για γυναίκα) η ακκιζόμενη, η ναζιάρα, η κουνίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. κούνησα του κουνώ κατά το σχήμα κλονίζω: κλονώ].