το1. ο καρπός της κουμαριάς2. φρ. «δεν τρώω κούμαρα» — δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ό,τι μού λέει καθένας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμαρον, με κώφωση].