κώφωση
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Greek Monolingual
η (Α κώφωσις) κωφώ
η απώλεια της λειτουργίας της ακοής ή η εξασθένησή της, κωφότητα, κουφαμάρα
νεοελλ.
1. γλωσσ. το φαινόμενο της τροπής του άτονου / e / σε / i / και του άτονου / ο / σε / u /, π. χ. παιδί: πιδί, χωράφι: χουράφ'
2. φρ. α) «λεκτική κώφωση» — είδος αφασίας κατά την οποία παρατηρείται μεμονωμένη απώλεια της υποδοχής τών λεκτικών ήχων
β) «μουσική κώφωση» — διαταραχή αφασικού ο οποίος δεν αναγνωρίζει τους μουσικούς ήχους
αρχ.
αμβλυωπία.
Translations
deafness
Arabic: صَمَم; Armenian: խլություն; Belarusian: глухата; Bulgarian: глухота; Catalan: sordesa; Chinese Mandarin: 聾, 聋; Czech: hluchota; Danish: døvhed; Dutch: doofheid; Estonian: kuulmispuue; Finnish: kuurous; French: surdité; German: Taubheit, Gehörlosigkeit, Schwerhörigkeit, Surditas; Greek: κώφωση, κωφότητα; Ancient Greek: ἀνηκοΐα, ἀνηκουστία, ἀνηκουστίη, βαρυηκοΐη, δυσηκοΐα, δυσκωφία, κωφότης, κώφωμα, πήρωσις ἀκοῆς, πήρωσις τῆς ἀκοῆς; Hebrew: חירשות; Hindi: बहरापन; Hunsrik: Daabheet, Daabheit; Irish: bodhaire; Italian: sordità; Japanese: 難聴; Kazakh: кереңдік; Latin: surditas; Latvian: kurlums; Macedonian: глувост; Malay: kepekakan, ketulian; Navajo: ajéékałgo ąąh dahazʼą́; Norwegian Bokmål: døvhet; Polish: głuchota; Portuguese: surdez; Russian: глухота; Scottish Gaelic: buidhre; Serbo-Croatian Cyrillic: глуво̀ћа, глувост, глухо̀ћа, глухост; Roman: gluvòća, gluvost, gluhòća, gluhost; Sicilian: surdania; Slovak: hluchota; Slovene: gluhota; Spanish: sordera; Swedish: dövhet; Telugu: చెవుడు, చెవిటితనం; Ukrainian: глухота, глухість