κολίτιδα

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
φλεγμονή του κόλου και, με την ευρεία έννοια, ολόκληρου του παχέος εντέρου, η οποία μπορεί είτε να προκληθεί από μικρόβια ή παράσιτα είτε να μην είναι ειδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colite < col(o)- (< κόλον «τμήμα του παχέος εντέρου») -ite < -ῖτις / -ίτιδος (βλ. -ίτιδα)].