[Seite 669] Bäume hauend, eine Vogelart, = vorigem, Arist. part. an. 3, 1.
-ου, ὁ pájaro carpintero Arist.PA 662b7.
ο (Α δρυοκόπος)νεοελλ.αναρριχητικό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτηαρχ.υλοτόμος, ξυλοκόπος.