εὐδαιμόνησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A possession of εὐδαιμονία, Eustr.in EN91.27.
Greek Monolingual
εὐδαιμόνησις, ἡ (Μ) ευδαιμονώ
το να είναι κάποιος ευδαίμων, να έχει ευδαιμονία.
εως, ἡ,
A possession of εὐδαιμονία, Eustr.in EN91.27.
εὐδαιμόνησις, ἡ (Μ) ευδαιμονώ
το να είναι κάποιος ευδαίμων, να έχει ευδαιμονία.