ηχαγωγός

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual


αυτός που χρησιμεύει για τη μετάδοση του ήχου («ηχαγωγός σωλήνας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].