αγωγός
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Greek Monolingual
-ό (AM ἀγωγός, -όν)
1. αυτός που οδηγεί, που μεταφέρει ή μεταβιβάζει κάτι
2. το αρσ. ως ουσ. ο αγωγός
σωλήνας, οχετός, αυλάκι για τη διοχέτευση του νερού
3. (Φυσ.) υλικό που επιτρέπει τη μεταφορά κάποιας μορφής ενέργειας (κυρίως ηλεκτρικής ή θερμικής) από ένα σημείο του σε άλλο.
αρχ.
1. οδηγός
2. συνοδός
3. αυτός που προξενεί κάτι, αίτιος, πρόξενος
4. ελκυστικός
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγωγόν
ελκυστικότητα, σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγωγεύς, ἀγώγιμος, ἀγώγιον νεοελλ. αγώγι].