διαπύημα

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A collection of pus, Id.Prog.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 599] τό, Durchbruch der Eiterung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

διαπύημα: [ῡ], τό, ἐμπύησις, «ἔμπυασμα», Ἱππ. Προγν. 39.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. depósito de pus, supuración plu. Hp.Prog.7, Gal.2.417, 7.716.

Greek Monolingual

το (Α διαπύημα) διαπυώ
εμπύημα, απόστημα.