[Seite 1520] ίδος, ἡ, = Vorigem, Ath. XI, 480 b, κοτυλῶδες ἀγγεῖον.
κυαθίς, -ίδος, ἡ (Α)μικρός κύαθος, κυάθιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + υποκορ. κατάλ. -ις (πρβλ. ακανθ-ίς, στρουθ-ίς)].