το (Μ λανάρι)εργαλείο με το οποίο ξαίνεται και καθαρίζεται το μαλλί πριν από το κλώσιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λανάριον, ουδ. του επιθ. λανάριος < λατ. lanarius «εριουργός» < λατ. lana, -ae «έριον, μαλλί»].