κυπαιρίσκος
German (Pape)
[Seite 1534] ὁ, dor. = κύπειρος od. κυπαρί. σκος, Alcm. bei Hephaest. p. 76.
Greek Monolingual
κυπαιρίσκος, ὁ (Α) κύπαιρος
υποκορ. του κύπαιρος.
[Seite 1534] ὁ, dor. = κύπειρος od. κυπαρί. σκος, Alcm. bei Hephaest. p. 76.
κυπαιρίσκος, ὁ (Α) κύπαιρος
υποκορ. του κύπαιρος.