κρυστάλλι
Greek Monolingual
το (Α κρυστάλλιον)
κρύσταλλο
νεοελλ.
κρυστάλλινο αγγείο
μσν.
πάγος
αρχ.
το φυτό ψύλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλιον < κρύσταλλος.
το (Α κρυστάλλιον)
κρύσταλλο
νεοελλ.
κρυστάλλινο αγγείο
μσν.
πάγος
αρχ.
το φυτό ψύλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλιον < κρύσταλλος.