κρυστάλλι

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α κρυστάλλιον)
κρύσταλλο
νεοελλ.
κρυστάλλινο αγγείο
μσν.
πάγος
αρχ.
το φυτό ψύλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλιον < κρύσταλλος.