κρύσταλλο

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

το (Μ κρύσταλο[ν])
1. κρύσταλλος
2. πάγος, κομμάτι πάγου
3. καθεμιά από τις μικρές στήλες πάγου σε σχήμα σταλακτίτη που δημιουργούνται τον χειμώνα στις παρυφές της υδρορροής τών σπιτιών
4. μτφ. α) διαυγής, διαφανής, λαμπρός
β) κρύος, παγωμένος
μσν.
κρύο, παγωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. κρύσταλλος, με αλλαγή γένους].