τό,
A = στίβι, Dsc.5.84.
[Seite 16] τό, = στίμμι, Diosc.
λάρβᾰσον: τό, = στίμμι, παρὰ Διοσκ. 5. 99.
ου (τό) :antimoine.Étymologie: DELG -.
λάρβασον, τὸ (Α)στίβι.