στίμμι

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίμμι Medium diacritics: στίμμι Low diacritics: στίμμι Capitals: ΣΤΙΜΜΙ
Transliteration A: stímmi Transliteration B: stimmi Transliteration C: stimmi Beta Code: sti/mmi

English (LSJ)

or στῖμι, ιος or εως, or ιδος, τό, powdered antimony, used for eye-paint, kohl, stibnite, antimonite, Erot., POxy.1088.10 (i A.D.), Plin.HN33.101, Aq., Sm., Thd.Is.54.11:—also στίμμις or στῖμις, ἡ, acc. στίμμιν Ion Trag.25, Antiph.189: also στιμία, ἡ, Cyran.64: also στίβι, LXX Je.4.30 (v.l. στίμη), Dsc.5.84 (v.l. στίμμι): acc. pl. στίβεις dub. l. in 1Enoch8.1. (Copt. stēm.)

German (Pape)

[Seite 944] (Fremdwort, vielleicht ägyptisches Ursprungs), τό, u. στίμμις, ἡ, acc. στίμμιν, Ion bei Poll. 5, 101, auch στίβι, τό, lat. stimmi, stibi, stibium, ein strahliges oder faseriges Spießglanzerz, das, gebrannt und zu Pulver gerieben, bes. im Orient von den Frauen auf die Augenlider und Augenbrauen (ὀμματογράφος Ion a. a. O.) gestrichen wurde, um sie schwarz zu färben und dadurch dem Gesicht einen lebhaftern Ausdruck zu geben; daher auch diese schwarze Schminke selbst, deren sich die Türkinnen noch jetzt unter dem Namen Cohel zu demselben Zwecke bedienen; Diosc. u. VLL.

French (Bailly abrégé)

ιος ou εως (τό) :
c. στίμμις.

Greek (Liddell-Scott)

στίμμι: ἢ στῖμι, -ιος ἢ -εως, ἢ ιδος, τό, Λατ. stimmi ἢ stibium, ἀντεμώνιον μετὰ θείου, ἐξ οὗ ἐλαμβάνετο μελανόν τι χρῶμα δι’ οὗ αἱ γυναῖκες μάλιστα ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἔβαπτον τὰ βλέφαρα αὑτῶν ὅπως ἐπαυξήσωσι τῶν ὀφθαλμῶν τὴ ὡραιότητα, Διοσκ. 5. 99, πρβλ. Πλίν. 33. 33· -ὡσαύτως, στίμμις ἢ στῖμις, ἡ, αἰτ. στῖμιν Ἀντιφάν. ἐν «Παροιμ.» 2., Ἴων παρὰ Πολυδ. Ε΄, 101. -Ἔτι δὲ καὶ νῦν εἶναι ἐν χρήσει ἐν Ἀσίᾳ ἔχον τὰ ὀνόματα cohel, surmeh.

Greek Monolingual

-ιος, το / στῑμμι, -ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, -εως, η, και στίμι, -εως, το, Ν, και στῑμι, -ίμιος και στῑβι, -ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, -εως ή -ιδος και στῖμις, -ίμεως και στιμία, Α
1. το ορυκτό αντιμόνιο
2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν με βάση το ορυκτό αυτό και χρησιμοποιούνταν για βαφή τών βλεφάρων και τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από τον αιγυπτ.τ. stim. Η εναλλαγή στους τ. τών συμφώνων -μ- καί -β- οφείλεται σε διαφορετικές απόψεις για τη μεταφορά του ξεν. τ. στην Ελληνική. Η Λατινική έχει δανειστεί τη λ. από την Ελληνική, πρβλ. stimi / stibi / stibium].

Wikipedia EN

Stibnite, sometimes called antimonite, is a sulfide mineral with the formula Sb2S3. This soft grey material crystallizes in an orthorhombic space group. It is the most important source for the metalloid antimony. The name is derived from the Greek στίβι stibi through the Latin stibium as the former name for the mineral and the element antimony.

Translations

antimony

Afrikaans: antimoon; Albanian: antimon; Arabic: أَنْتِيمُون‎, إِثْمِد‎; Armenian: ծարիր; Asturian: antimoniu; Basque: antimonioa; Belarusian: сурма; Bulgarian: антимон; Catalan: antimoni; Chinese Mandarin: 銻, 锑; Coptic: ⲥⲑⲏⲙ; Cornish: antymony; Czech: antimon; Danish: antimon; Dutch: antimonium, antimoon, stibium; Esperanto: antimono; Estonian: antimon; Faroese: antimon; Finnish: antimoni; French: antimoine; Friulian: antimoni; Galician: antimonio; Georgian: სტიბიუმი; German: Antimon; Greek: αντιμόνιο; Hebrew: אנטימון‎; Hindi: अंजन; Hungarian: antimon; Icelandic: antímon; Indonesian: antimoni; Interlingua: antimonio; Irish: antamón; Italian: antimonio; Japanese: アンチモン, アンチモニー; Kashubian: antimón; Kazakh: сүрме; Khmer: អង់ទីម៉ាន់; Korean: 안티몬, 안티모니; Latin: stibium; Latvian: antimons; Lithuanian: stibis; Luxembourgish: Antimon; Macedonian: антимон; Malay: antimoni; Maltese: antimonju; Manx: antimoan; Mongolian: будаг; Norwegian: antimon; Occitan: antimòni; Persian: انتیموان‎, روی سخته‎, سرمه‎, زنگلک‎; Polish: antymon; Portuguese: antimónio, antimônio; Romanian: antimoniu, stibiu; Russian: сурьма, стибиум; Scottish Gaelic: antamòn; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀нтимон; Roman: àntimon; Slovak: antimón; Slovene: antimon; Spanish: antimonio; Swedish: antimon; Tagalog: antimonyo; Tajik: сурьма; Tamil: அந்திமன்; Thai: พลวง; Turkish: antimon; Ukrainian: стибій, сурма; Uzbek: sur'ma; Cyrillic: сурьма; Vietnamese: antimon; Welsh: antimoni; West Frisian: antimoon

stibnite

Bulgarian: антимонит; Catalan: estibina, estibnita; Finnish: antimonihohde, stibniitti; Ancient Greek: στίμμι, στῖμι, στίμμις, στῖμις, στίβι, στιμία, λάρβασον; Japanese: 輝安鉱; Spanish: estibina, antimonita

ar: إستبنيت; az: antimonit; be_x_old: антыманіт; be: антыманіт; bg: антимонит; ca: estibina; cs: antimonit; de: Stibnit; dv: ގަލަދުން; el: αντιμονίτης; en: stibnite; eo: stibnito; es: estibina; eu: estibina; fa: استیبین; fi: antimonihohde; fr: stibine; ga: stibnít; hr: antimonit; hu: antimonit; hy: անտիմոնիտ; id: stibnit; it: stibnite; ja: 輝安鉱; kk: антимонит; ko: 휘안석; ky: антимонит; lt: antimonitas; nds: stibnit; nl: stibniet; nn: stibnitt; no: stibnitt;: antymonit; pt: estibina; ro: stibnit; ru: антимонит; sh: antimonit; simple: stibnite; sk: antimonit; sl: antimonit; sr: антимонит; sv: spetsglans; tg: антимонит; th: สติบไนท์; uk: антимоніт; uz: antimonit; vi: stibnite; zh_yue: 輝銻礦; zh: 辉锑矿