Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
α, ον :1 de Cypris;2 p. ext. tendre, amoureux.Étymologie: Κύπρις.
κυπρίδιος, -ία, -ον (AM) Κύπρις1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αφροδίτη2. αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο τρυφερός.