Αφροδίτη

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source

Greek Monolingual

η (AM Ἀφροδίτη)
1. η θεά της ομορφιάς και του έρωτα, κόρη του Δία και της Διώνης
2. ο πλανήτης Αφροδίτη
αρχ.
1. η ερωτική απόλαυση
2. ομορφιά, χάρη
3. οποιαδήποτε έντονη επιθυμία.