Αφροδίτη

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

η (AM Ἀφροδίτη)
1. η θεά της ομορφιάς και του έρωτα, κόρη του Δία και της Διώνης
2. ο πλανήτης Αφροδίτη
αρχ.
1. η ερωτική απόλαυση
2. ομορφιά, χάρη
3. οποιαδήποτε έντονη επιθυμία.