κυττάριον

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of κύτταρος, Arist.GA760b34, 770a29.

German (Pape)

[Seite 1539] τό, dim. von κύτταρος, von den Bienenzellen, Arist. gen. anim. 4, 4, vgl. Schol. Theoc. 9, 19.

Greek (Liddell-Scott)

κυττάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύτταρος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 26., 4. 4, 6.

Greek Monolingual

κυττάριον, τὸ (Α, Μ κυττάρι) κύτταρος
μσν.
ο πλακούντας, το ύστερο
αρχ.
υποκορ. του κύτταρος.