κύτταρος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύτταρος Medium diacritics: κύτταρος Low diacritics: κύτταρος Capitals: ΚΥΤΤΑΡΟΣ
Transliteration A: kýttaros Transliteration B: kyttaros Transliteration C: kyttaros Beta Code: ku/ttaros

English (LSJ)

ὁ,
A cell, cell of a honeycomb, Id.V.1111, Arist.HA551b5, 554a18, 555a1.
2 pit in the receptacle of Nelumbium speciosum, Thphr. HP 4.8.7.
b male flower of the pine, ib.3.3.8, 3.7.3.
c = ἐχῖνος ΙΙΙ.1, τῶν δρυῶν οἱ κύτταροι, Hsch.
3 metaph., τοὐρανοῦ τὸν κύτταρον the pinnacle of the dome of heaven, Ar.Pax199.

German (Pape)

[Seite 1539] auch κύταρος geschrieben, ὁ, wie κύτος, jeder hohle Raum, jede Höhlung, Wölbung; οὐρανοῦ Ar. Pax 199, mit komischer Anspielung auf die anderen Bdtgn; bes. – a) Bienenzellen; Vesp. 1111; Arist. H. A. 5, 19. 9, 40; Ael H. A. 5, 11. – b) der Kelch, in dem die Eichel sitzt, τὸ πῶμα τῆς βαλάνου, Schol. Ar. Th. 523, vgl. Schol. Ar. Vesp. 1106. – c) der männliche Blütenzapfen an den Fichten; Schol. Ar. Paz 199; Theophr.; vgl. Ar. Th. 516, wo es übertr. vom männlichen Gliede gebraucht ist; vgl. auch VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 voûte (du ciel);
2 alvéole, cellule d'abeille.
Étymologie: κύτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύτταρος -ου, ὁ [κύτος] ronde ruimte:. ὥσπερ οἱ σκώληκες ἐν τοῖς κυττάροις zoals de larven in hun cellen Aristoph. Ve. 1111; τοὐρανοῦ τὸν κύτταρον het hemelgewelf Aristoph. Pax 199.

Russian (Dvoretsky)

κύττᾰρος:
1 свод (οὐρανοῦ Arph.);
2 сотовая ячейка Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κύττᾰρος: ὁ, (κύτος)· ἡ κυψέλη κηρήθρας, ἐν ᾗ τὰ ἔμβρυα τῶν μελισσῶν, σφηκῶν καὶ ἀνθρηνῶν κατατίθενται, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19., 8., 5. 22, 9., 5. 23, 4, ἀλλ. 2) κοίλωμα ἐντὸς τοῦ καυλοῦ τοῦ κυάμου, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 8, 7· ἰδίως ὁ θάλλων κῶνος τῆς πίτυος, ὁ αὐτ. 3. 3, 8. 3) μεταφ. τοὐρανοῦ τὸν κ., τὸν κοῖλον θόλον τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199.

Greek Monolingual

κύτταρος, ὁ (Α)
1. κυψέλη κηρήθρας
2. κοίλωμα που υπάρχει μέσα στον βλαστό της κουκιάς
3. κώνος πεύκου
4. το ακανθώδες περίβλημα του καρπού τών κυπελλοφόρων φυτών
5. φρ. «κύτταρος οὐρανοῦ» — ο κοίλος θόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. κύσσαρος δεν φαίνεται πιθανή].

Greek Monotonic

κύττᾰρος: ὁ (κύτος),
1. κελί κυψέλης μελισσών ή σφηκών, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., τοὐρανοῦ τὸν κ., θόλος ουρανού, στον ίδ.

Frisk Etymological English

??? Ik begrijp het niet
Grammatical information: m.
Meaning: cell of a honey-comb, hollow in the flower-bottom of the searose (Nelumbium speciosum), the chalice, in which the acorn sits, the male flower of the pine (Ar., Arist., Thphr.).
Other forms: Besides κύσσαρος ānus (s. on κυσός).
Derivatives: Diminut. κυττάριον bee-cell (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Uncertain. If κύσσαρος is the really Ionic form of κύτταρος and not a transformation of (or after) κυσός [for which I see no reason], we come at a quite unsatisfactory basis *κυτϜαρος, which is together with κύτος, κυσός, κύσθος, κύστις thrown in one pot. The meanings of the two forms are also ununderstandable. An original *κυκ-ι̯αρος would not help farther. - Prob. a Pre-Greek word.

Middle Liddell

κύττᾰρος, ὁ, κύτος
1. the cell of a comb of bees or wasps, Ar.
2. metaph., τοὐρανοῦ τὸν κ. the concave vault of heaven, Ar.

Frisk Etymology German

κύτταρος: {kúttaros}
Forms: — Daneben κύσσαρος ānus (s. zu κυσός).
Grammar: m.
Meaning: ‘Bienenzelle, Höhlung im Blumenboden der Seerose (Nelumbium speciosum), der Kelch, in dem die Eichel sitzt, der männliche Blütenzapfen an der Fichte’ (Ar., Arist., Thphr.).
Derivative: Deminutivum κυττάριον Bienenzelle (Arist.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Wenn κύσσαρος die echt ionische Form von κύτταρος und nicht eine Umbildung von (od. nach) κυσός ist, ergibt sich eine ganz unbefriedigende Grundform *κυτϝαρος, die zusammen mit κύτος, κυσός, κύσθος, κύστις in einen Topf geworfen wird; s. die Lit. zu den genannten Wörtern. Auch ein urspr. *κυκι̯αρος od. ähnl. hilft nicht weiter.
Page 2,57