ιεροδουλία

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἱεροδουλία και ἱεροδουλεία) ιερόδουλος
νεοελλ.
πορνεία
αρχ.
1. το να ανήκει κάποιος στην υπηρεσία του ναού
2. το σύνολο τών ιεροδούλων.