λαμπροειδής

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ές,

   A bright-looking, v.l. for λαμπρός in Gal.UP8.6.

German (Pape)

[Seite 12] ές, glänzend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπροειδής: -ές, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

-ές (Α λαμπροειδής, -ές) λαμπρός
αυτός που φαίνεται λαμπρά, καθαρά.