κύκλησις

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A revolution, Pl.Ti.39c, Plt. 271d, Iamb.Myst.8.6.

German (Pape)

[Seite 1526] ἡ, das im Kreise Herumdrehen, die Umwälzung, Plat. Tim. 39 c Polit. 271 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κύκλησις: -εως, ἡ, περιστροφή, Πλάτ. Τίμ. 39C, Πολιτικ. 271D.

Greek Monolingual

κύκλησις, ἡ (AM) κυκλώ
η κυκλική περιστροφή («νὺξ μὲν οὖν ἡμέρα τε γέγονεν οὓτως καὶ διὰ ταῡτα, ἡ τῆς μιᾶς καὶ φρονιμωτάτης κυκλήσεως περίοδος», Πλάτ.).