κύκλησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A revolution, Pl.Ti.39c, Plt. 271d, Iamb.Myst.8.6.
German (Pape)
[Seite 1526] ἡ, das im Kreise Herumdrehen, die Umwälzung, Plat. Tim. 39 c Polit. 271 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κύκλησις: -εως, ἡ, περιστροφή, Πλάτ. Τίμ. 39C, Πολιτικ. 271D.
Greek Monolingual
κύκλησις, ἡ (AM) κυκλώ
η κυκλική περιστροφή («νὺξ μὲν οὖν ἡμέρα τε γέγονεν οὓτως καὶ διὰ ταῡτα, ἡ τῆς μιᾶς καὶ φρονιμωτάτης κυκλήσεως περίοδος», Πλάτ.).