ἡμέρα

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμέρα Medium diacritics: ἡμέρα Low diacritics: ημέρα Capitals: ΗΜΕΡΑ
Transliteration A: hēméra Transliteration B: hēmera Transliteration C: imera Beta Code: h(me/ra

English (LSJ)

Ep. and Ion. ἡμέρη IG12(5).1 (Ios), Dor. ἀμέρα ib.5(1).213.43,al., 1390.109, 1432.25, Test.Epict.4.12, Michel995A 32, etc., Locr. ἀμάρα IG9(1).334.42 (aspirated perhaps only in Att. and West Ion., cf.
A ἐπάμερος Pi., etc., αὐθημερόν IG7.235.18 (Oropus), etc.; usually unaspirated in early Att. Inscrr., IG12.49.6, al.; aspirated in codd. even in dialects: original ἀμέρα prob. took aspirate from ἑσπέρα): ἡ:—day, less freq. than ἦμαρ in Hom., ἡ. ἥδε κακὸν φέρει Il.8.541, 13.828; τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε; Od.24.514; νύκτες τε καὶ ἡμέραι 14.93; μῆνές τε καὶ ἡμέραι ib.293; νοῦσοι ἐφ' ἡμέρῃ αἳ δ' ἐπὶ νυκτί Hes.Op.102; ἡ σήμερον ἡμέρα, v. σήμερον· ἅμα ἡμέρᾳ or ἅμα τῇ ἡμέρᾳ = at daybreak, X.An.6.3.6, Aeschin.3.76; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86; ἡμέρα διέλαμψεν, ἡμέρα ἐξέλαμψεν, ἡμέρα ὑπέφαινε, Ar.Pl.744, Pax304, X.Cyr.4.5.14; τῆς ἡμέρας ὀψέ = late in the day, Id.HG2.1.23.
2 sometimes like Ep. ἦμαρ, with Adjs. to describe a state or time of life, ἐπίπονος ἁμέρα = a life of misery, S.Tr.654 (lyr.); λυπρὰν ἄγειν ἡμέραν E. Hec.364; ἐχθρὰ ἡμέρα Id.Ph.540; παλαιὰ ἁμέρα = old age, S.Aj.623 (but θεία ἡμέρα Id.Fr.950 is dub. l.); τερμία ἁμέρα Id.Ant.1330 (lyr.); αἱ μακραὶ ἁμέραι = length of days, Id.OC1216(lyr.); νέα ἁμέρα = youth, E.Ion720(lyr.); so τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ Arist.Rh.1389a24; ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡμέρᾳ = at the close of life, ib.1389b33, cf. S.OT1529; ζοὴν βλέπουσιν ἡμέραν = look life-like, Herod.4.68.
3 poet. for time, ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια S.Aj.131; ἐς τόδ' ἡμέρας Id.OC1138: pl., ἐν ἡμέραις τινός in the days of... LXX 1 Ch.4.41, etc.; ἡμέραι ἀρχαῖαι ib.Ps.142(143).5.
4 birthday, D.L.4.41.
5 a fixed day, τακτὴ ἡμέρα Act.Ap.12.21; ῥητὴ ἡμέρα Luc.Alex.19; ἡ. ἔστησαν ἀρχαιρεσιῶν D.H.6.48, cf. Act.Ap.17.31; ἡ. Κυρίου LXX Jl.2.1, cf. 2 Ep.Pet.3.12, etc.; ἡ. κρίσεως Ev.Matt.10.15: so abs., ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας a human tribunal, 1 Ep.Cor.4.3; ἡμέραι καὶ ἀγῶνες Jahresh.23Beibl.93 (Pamphyl.).
6 in plural, age, προβεβηκὼς ἐν ταῖς ἡμέραις = advanced in years Ev.Luc.1.7, cf. LXX Ge.47.8, etc.
II abs. usages,
1 gen., τριῶν ἡμερέων = within three days, Hdt.2.115, cf. Th.7.3; ἡμερῶν ὀλίγων = within a few days, Id.4.26, etc.; ἄλλης ἡμέρας = another day, S.El.698; τῆς αὐτῆς ἡμέρας Isoc.4.87; μιᾶς ἀμέρας IG5(1).213.43 (Sparta, V B.C.); ἡμέρας = by day, opp. νυκτός, S.Fr.65; οὔθ' ἡμέρας οὔτε νυκτός Pl.Phdr.240c; τοὺς.. τῆς ἡμέρας ἄρτους δ. daily, UPZ 47.21 (ii B.C.); δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης = twice every day, Hdt.2.37; δίς τῆς ἡμέρας Pl.Com.207; πεντάκις τῆς ἡμέρας Men.326; κατεσθίω.. τῆς ἡμέρας πένθ' ἡμιμέδιμνα = five every day, Pherecr.1.
2 dat., τῇδε θἠμέρᾳ = σήμερον, (S.OT1283; τῇ τόθ' ἡ Id.El.1134.
3 acc., πᾶσαν ἡμέραν = any day, i.e. soon, Hdt.1.111, 7.203; τὴν μὲν αὐτίχ' ἡμέραν S.OC433; ὅλην τὴν ἡμέραν Eup.233; τρίτην ἡμέραν ἥκων two days after one's arrival, Th.8.23; οὐδεμίαν ἡμέραν ὑπεύθυνος εἶναί φημι D.18.112; πέντε ἡμέρας during five days, Th.8.103; τὰς ἡμέρας = in the daytime, X.Cyr.1.3.12; τὴν ἡμέραν = daily, LXX Ex. 29.38.
III with Preps., μίαν ἀν' ἁμέραν = on one day, Pi.O.9.85; ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν = every day, Hdt.7.198; ἀφ' ἡμέρας τῆς νῦν = from this day, S.OT351; but ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ = from early in the day, Plb.8.25.11: δι' ἡμέρης, Att. δι' ἡμέρας, the whole day long, Hdt.1.97, 2.173, Pherecr.64, Ar.Ra.260(lyr.); διὰ τρίτης ἡμέρας = every other day, Hdt. 2.37; διὰ πολλῶν ἡμερῶν at a distance of many days, Th.2.29; δι' ἡμερῶν τινων Thphr. HP 4.3.6; εἰς ἡμέραν = yearly, LXX Jd.17.10; ἐν ἡμέρῃ = in a single day, Hdt.1.126, cf. Men.Pk.377; ἐνἡ. μιᾷ S.OT615; τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ Id.OC1612; ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ Ev.Jo.14.20; ἐν ἑστέραισιν ἡμέραις A.Ag.1666; ἐν ὀκτὼ ἡμέραις Lys.20.10; but ἐν τρισὶν ἡμέραις = within three days, Ev.Jo.2.19; ἐξ ἡμέρας = by day, οὔτε νυκτὸς οὔτ' ἐξ ἡμέρας S.El.780; ἡμέραν ἐξ ἡμέρας = day after day, Henioch.5.13, LXX Ge.39.10, 2 Ep.Pet.2.8 (but ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας LXX 2 Ch.21.15); ἐπ' ἡμέρην ἔχειν, ἐφ' ἡμέραν χρῆσθαι, sufficient for the day, Hdt.1.32, Th.4.69; τὸ γὰρ βρότειον σπέρμ' ἐφ' ἡ. φρονεῖ A. Fr.399; τῆς ἐφ' ἡ. βορᾶς E.El.429; but τοὐφ' ἡμέραν = day by day, Id.Cyc. 336: c. dat., ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ (v.l. ἐπ' ἡμέρης ἑκάστης) every day, Hdt.5.117; ὁ ἥλιος νέος ἐφ' ἡμέρῃ Heraclit.6; καθ' ἡμέραν = by day, A.Ch.818 (lyr.); καθ' ἡμέραν τὴν νῦν = today, S.OC3, Aj.801; but καθ' ἡμέραν commonly means day by day, IG12.84.40, etc.; καθ' ἡμέραν ἀεί [S.]Fr.1120.4: with Art., τὸν καθ' ἡμέραν βίον Id.OC1364; ἡ καθ' ἡμέραν ἀναγκαία τροφή Th.1.2; τὰ καθ' ἡμέραν ἐπιτηδεύματα Id.2.37; τὸ καθ' ἡμέραν ἀδεές Id.3.37, etc.; τὸ καθ' ἡμέραν = every day, Ar.Eq.1126 (lyr.), etc.; also τὰ καθ' ἑκάστην τὴν ἡμέραν ἐπιτηδεύματα Isoc.4.78; μετ' ἡμέρην = in broad daylight, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Ar.Pl.930; opp. νύκτωρ, Aeschin.3.77; μεθ' ἡμέρας = some days after, LXX Jd.15.1; ἡμέρα παρ' ἡμέραν γιγνομένη = day following on day, Antipho 5.72; but παρ' ἡμέραν = every other day, Dsc.3.137, Luc.DDeor.24.2; παρ' ἡμέραν ἄρχειν Plu.Fab.15; καθ' ἡμέραν εἰώθειν ὀργίζεσθαι, νῦν παρ' ἡμέραν, εἶτα παρὰ δύο, εἶτα παρὰ τρεῖς Arr.Epict.2.18.13; πρὸ ἡμέρας = before daybreak, Diph.22; but πρὸ ἀμερᾶν δέκα ἤ κα μέλλωντι ἀναγινώσκεν GDI5040.42 (Crete); πρὸ ἡμερῶν ἑπτὰ εἰδυῶν Ὀκτωμβρίων SIG646.2 (Thisbe, ii B.C.); γίγνεται, ἔστι πρὸς ἡμέραν, towards day, near day, X.HG2.4.6, Lys.1.14; also, for the day, daily, Charito 4.2.
IV as pr. n., the goddess of day, Hes.Th.124.
2 v. ἥμερος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 1165] ἡ, ion. u. ep. ἡμέρη, der Tag; bei Hom. nur sechsmal, sonst ἦμαρ; ἡμέρη ἥδε κακὸν φέρει, dieser Tag, Il. 8, 541. 13, 328; vgl. Od. 24, 514; ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν 14, 93; μῆνές τε καὶ ἡμέραι 11, 294. 14, 293; – H. h. Apoll. 349; ἐφ' ἡμέρῃ ἠδ' ἐπὶ νυκτί Hes. O. 102; – Pind., Tragg. u. in Prosa; der natürliche Tag im Gegensatze zur Nacht, λευκόπωλος ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν Aesch. Pers. 378, wie Soph. Ai. 658; ὦ χρυσέας ἁμέρας βλέφαρον Ant. 104; οὔτε νυκτὸς οὔτ' ἐξ ἡμέρας El. 770; φῶς ἡμέρας τόδε, Tageslicht, Eur. Rhes. 985; ἐξ ἡμέρας εἰς νύκτα μὴ λυπούμενοι Herc. Für. 505; λευκοπτέρου ἁμέρας φέγγος Tr. 848; ἡμέρα ἐξέλαμψεν, der Tag brach an, Ar. Pax 304; τήν νύχθ' ὅλην ἐγρηγόρεσαν, ἕως διέλαμψεν ἡμέρα Plut. 744; οὔθ' ἡμέρας οὔτε νυκτός, weder bei Tage noch des Nachts, Plat. Phaedr. 240 c; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ, mit Tagesanbruch, Her. 3, 86; einfacher ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, Xen. An. 6, 1, 6, wo Krüger viele Stellen aus Xen. anführt; ohne den Artikel, Hell. 3, 2, 3, wie Eur. El. 78; ἐπεὶ ἡμέρα ὑπεφαίνετο Xen. Cyr. 4, 5, 14; τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν, es war spät am Tage, Hell. 2, 1, 23; ἀρχομένη, δυομένη, Luc. salt. 17; – der bürgerliche Tag, die Nacht mit einbegreifend, als Zeitbestimmung überall; ἁμέραι ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι Pind. Ol. 1, 22; ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις Aesch. Ag. 1651. Man bemerke – a) den gen.; ἑκάστης ἡμέρας, jeden Tag, täglich, Plat. Prot. 318 a Conv. 172 c; ἡμέρας, οὐχ ὅλης μιᾶς Soph. Phil. 478; αὐτὸν δὲ σὲ τριῶν ἡμερέων προαγορεύω ἐκ τῆς γῆς μετορμίζεσθαι, in drei Tagen, innerhalb dreier Tage, Her. 2, 115; vgl. Thuc. 4, 26; εἰ βούλονται ἐξιέναι τῆς Σικελίας πέντε ἡμερῶν 7, 3; ἡμερῶν μὲν ὀλίγων μέλλει τὰ Πύθια γίνεσθαι Aesch. 3, 254, in wenigen Tagen; ἄλλης ἡμέρας, an einem andern Tage, Soph. El. 698; τῆς αὐτῆς ἡμέρας, an demselben Tage, Isocr. 4, 87. – b) den dat.; sehr gew. τῇδε τῇ ἡμέρᾳ, an diesem Tage, u. ä., überall; seltener mit der Präposition, ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ, in einem Tage, Soph. O. R. 615; τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ O. C. 1608, wie ἁμέρᾳ ἐν μιᾷ Pind. I. 3, 34; μίαν ἀν' ἁμέραν, aneinem Tage, Ol. 9, 85. – c) den accus.; πέντε ἡμέρας παρεσκευάζοντο, fünf Tage lang rüsteten sie sich, Thuc. 8, 103, häufig; τρίτην ἡμέραν αὐτοῦ ἥκοντος, drei Tage nach seiner Ankunft, Thuc. 8, 23; eben so πᾶσαν ἡμέραν, was jeden Tag geschehen kann, Her. 1, 111. 7, 203. – d) mit Präpositionen; ἀνά, ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, täglich, Her. 7, 198; Paus. 1, 42, 3 is. unter b); – ἀπό, ἀφ' ἡμέρας, vom hellen Tage an, de die, Pol. 8, 27, 11 u. öfter, bes. πίνειν; – ἐν, s. unter b; – κατά, καθ' ἡμέραν τὴν νῦν, heut, Soph. O. C. 3; καθ' ἡμέραν δ' οὐδὲν ἐμφανέστερος, am Tage, Aesch. Ch. 805; ψυχῇ διδόντες ἡδονὴν καθ' ἡμέραν, so lange es Tag ist, Pers. 827; gew. καθ' ἡμέραν = täglich z. B., τὸν καθ' ἡμ. βίον Soph. O. C. 1366; Eur. Med. 1020 u. öfter; σπανίζων τοῦ καθ' ἡμ. βίου El. 235; Thuc. 3, 37; Plat. Prot. 318 c; mit ἑκάστην, Polit. 270 a; καθ' ἡμ. δίαιτα Legg. VI, 762 a; τὸ καθ' ἡμέραν, Phaedr. 240 b Rep. VIII, 561 c; τὰ καθ' ἑκάστην τὴν ἡμέραν ἐπιτηδεύματα Isocr. 4, 78, die täglichen Beschäftigungen; καθ' ἑκ. ἡμ. auch Aesch. 3, 165 u. Folgde; – ἐπ ί, ἐφ' ἡμέραν, auf, für den Tag, Thuc. 4, 69, wie τῆς ἐφ' ἡμέραν βορᾶς Eur. El. 429; Aesch. 2, 66; auch = Tag für Tag, Eur. Cycl. 336; ἐφ' ἡμέρης ἑκάστης, jeden Tag, Her. 5, 117; – μετά, z. B. μεθ' ἡμέρην, im Gegensatz von νυκτός, bei Tage, Her. 2, 150; Arist. H. A. 5, 14; νύκτωρ καὶ μεθ' ἡμέραν, Dem. 24, 113; Pol. 1, 42, 13; – πρ ὸ ς ἡμέραν, gegen Tagesanbruch, Sp. – Allgemein: die Zeit, ὡς ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια Soph. Ai. 131; παλαιᾷ μὲν ἔντροφος ἁμέρᾳ μάτηρ, die greise Mutter, 613; νέα ἡμέρα, die Jugend, Eur. Ion 720; vgl. Arist. rhet. 2, 12. 13, wo es von den Greisen heißt εἰσὶ δὲ φιλόζωοι καὶ μάλιστα ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡμέρᾳ. Auch wie bei uns ἐπίπονοι ἡμέραι, mühselige Tage, mühseliges Leben, Soph. Tr. 654; λυπρά Eur. Hec. 364. – S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
1 jour : ἅμα ἡμέρᾳ XÉN, ἅμ' ἡμέρῃ (ion.) διαφωσκούσῃ HDT, ἅμα τῇ ἡμέρᾳ XÉN au point du jour ; ἐπεὶ ἡμέρα ὑπεφαίνετο XÉN comme le jour commençait à paraître ; ἐξ ἡμέρας SOPH de jour ; πρὸς ἡμέραν XÉN vers le jour ; οὔθ' ἡμέρας οὔτε νυκτός PLAT ; οὔτε νυκτὸς οὔτ' ἐξ ἡμέρας SOPH ni jour ni nuit ; οὐ νυκτός, ἀλλὰ μεθ' ἡμέρην HDT non de nuit, mais pendant le jour;
2 durée d'un jour pour marquer le temps : τριῶν ἡμερέων HDT, πέντε ἡμερῶν THC, ἡμερῶν ὀλίγων THC dans le délai de trois jours, de cinq jours, de quelques jours ; ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην HDT chaque jour ; ἐπ' ἡμέρης ἑκάστης HDT, τῆς ἑκάστης ἡμέρης HDT, καθ' ἑκάστην ἡμέραν ESCHN, καθ' ἡμέραν THC chaque jour ; καθ' ἡμέραν SOPH maintenant ; παρ' ἡμέραν LUC de jour en jour, tous les deux jours ; ἐφ' ἡμέραν THC, ἐπ' ἡμέρην HDT pour un jour, pour la durée d'un jour, au jour le jour ou pour le jour présent ; τῇδ' ἡμέρᾳ EUR, τῇδε ἡμέρᾳ SOPH, τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ SOPH ce jour-là, ce jour même;
3 p. ext. jour pour marquer le temps en gén. : αἱ μακραὶ ἡμέραι SOPH longs jours, longue vie ; παλαιὰ ἁμέρα dor. SOPH la vieillesse ; τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ ARSTT dans les premiers temps de la vie, càd dans la jeunesse ; τελευταία ἡμέρα SOPH, τερμία ἡμέρα SOPH le dernier jour (de la vie), le jour de la mort;
4 pour marquer la condition ou les événements de la vie ἐπίπονος ἡμέρα SOPH, λυπρὰ ἡμέρα EUR vie misérable.
Étymologie: orig. inconnue, cf. ἦμαρ.
2fém. de ἥμερος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμέρα:
I adj. f к ἥμερος.
II эп.-ион. ἡμέρη, дор. ἁμέρα (ᾱμ) ἡ
1 день (в противоп. ночи): ἅμ᾽ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Her. и ἅμα (τῇ) ἡμέρᾳ или ἐπεὶ ἡ. ὑπεφαίνετο Xen. с наступлением дня; οὔτε νυκτὸς οὐτ᾽ ἐξ ἡμέρας Soph. ни ночью, ни днем; πρὸς ἡμέραν Xen. к рассвету; μεθ᾽ ἡμέρην Her., ἀφ᾽ ἡμέρας Polyb. днем;
2 день, сутки: ἀφ᾽ ἡμέρας τῆς νῦν Soph. с нынешнего дня, отныне; τῆς ἡμέρας ὀψέ Xen. к концу дня, к вечеру; πέντε ἡμέρας Thuc. в течение пяти дней; ἡμερῶν ὀλίγων Thuc. в течение нескольких дней; ἐν τρισὶν ἡμέραις Lys. в три дня; ἀνὰ πᾶσαν ἡμεραν, ἐπ᾽ ἡμέρης ἑκάστης или τῆς ἑκάστης ἡμέρης Her., ἑκάστης ἡμέρας или τὸ καθ᾽ ἡμέραν Plat., καθ᾽ ἑκάστην (τὴν) ἡμέραν Isocr. каждый день, ежедневно; καθ᾽ ἡμέραν Thuc. каждый день, но Soph. ныне, сегодня; ἐπ᾽ ἡμέρην Her., ἐφ᾽ ἡμέραν Thuc. изо дня в день, повседневно; ὁ ἐπ᾽ ἡμέρην ἔχων Her. перебивающийся со дня на день, т. е. имеющий (лишь) насущный хлеб; τῇδε (ἐν) ἡμέρᾳ Soph., Eur.; в этот (самый) день; τῆς αὐτῆς ἡμέρας Isocr. в тот же день; τρίτην ἡμέραν Thuc. на третий день; διὰ τρίτης ἡμέρης Her. каждый третий день; ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς погов. NT довлеет дневи злоба его;
3 дни, время, пора, возраст: νέα ἡ. Eur. юность; τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ Arst. в раннем возрасте; παλαιὰ ἁμέρα Soph. старость;
4 век, жизнь (ἐπίπονος Soph.; λυπρά Eur.): ἐχθρὰ ἡ. Eur. жизнь, исполненная вражды; αἱ μακραὶ ἡμέραι Soph. долгая жизнь.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμέρα: Ἰων. ἡμέρη, Δωρ. ἁμέρα, ἡ· - ἡμέρα, πρῶτον παρ’ Ὁμ. (ἂν καὶ ὁ συνήθης Ἐπ. τύπος εἶναι ἦμαρ), ἡμέρη ἥδε κακὸν φέρει Ἰλ. Θ. 541, Ν. 828· τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε Ὀδ. Ω. 514· νύκτες τε καὶ ἡμέραι Ξ. 93· μῆνές τε καὶ ἡμ. αὐτόθι 293, Λ. 294· οὕτω παρ’ Ἡσ., ἐφ’ ἡμέρῃ ἧδ’ ἐπὶ νυκτὶ Ἔργ. κ. Ἡμ. 102· περὶ τῶν ποικίλων θέσεων τῆς φράσεως νύκτα καὶ ἡμέραν, ἴδε Λοβ. Παραλ. 62· - ἡ σήμερον ἡμέρα, ἴδε ἐν λ. σήμερον: - ἡ ἡλίου ἡμέρα Συλλ. Ἐπιγρ. 6731· ἡ Ἀφροδίτης ἡμέρα αὐτόθι 6769· Ἑρμοῦ, τῆς τετράδος καὶ τῆς παρασκευῆς, ἐπιφημίζονται γὰρ ἡ μὲν Ἑρμοῦ, ἡ δὲ Ἀφροδίτης Κλήμ. Ἀλ. 877. - Φράσεις σημαίνουσαι τὴν αὐγήν, τὰ χαράγματα, ἅμα ἡμέρᾳ ἢ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ Ξεν. Ἀν. 6. 3, 6, Αἰσχίν. 64. 28· ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Ἡρόδ. 3. 86· ἡμ. διαλάμπει Ἀριστοφ. Πλούτ. 744· ἐκλάμπει ὁ αὐτ. Εἰρ. 304· ὑποφαίνεται Ξεν. Κύρ. 4. 5, 14· γίγνεται ἢ ἐστὶ πρὸς ἡμέραν ὁ αὐτ. Ἑλλ. 2. 4, 6, Λυσ. 92 ἐν τέλ.· τῆς ἡμέρας ὀψέ, ἀργά, βράδυ, ἑσπέρας, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) ἐνίοτε ὡς τὸ Ἐπ. ἦμαρ. μετ’ ἐπιθ. πρὸς περιγραφὴν καταστάσεως ἢ χρονικῆς περιόδου τῆς ζωῆς, ἐπίπονος ἡμ., ζωὴ πλήρης ἀθλιότητος, Σοφ. Τρῳ. 654· λυπρὰν ἄγειν ἡμ. Εὐρ. Ἑκ. 364· ἐχθρὰ ἡμ. ὁ αὐτ. Φοιν. 540· παλαιὰ ἡμ., γῆρας, Σοφ. Αἴ. 623· αἱ μακραὶ ἡμέραι, μῆκος ἡμερῶν, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1216· νέα ἡμ., νεότης, Εὐρ. Ἴωνι 720· οὕτω, τῇ πρώτῃ ἡμ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 8· ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ, ἡμ., κατὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς, αὐτόθι 13, 8· (ἀλλὰ τελευταία ἡμ., ἡμέρα τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Τ. 1529.) 3) ποιητ. ἀντὶ τοῦ χρόνος, ἡμ. κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια ὁ αὐτ. Αἴ. 131· ἐς τόδ’ ἡμέρας ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1138. 4) γενέθλιος ἡμέρα, Διογ. Λ. 4. 41. ΙΙ. ἀπόλ. χρήσεις: 1) κατὰ γεν., τριῶν ἡμερέων, ἐντὸς τριῶν ἡμ., Ἡρόδ. 2. 115, πρβλ. Θουκ. 7. 3· ἡμερῶν ὀλίγων, ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν, Θουκ. 4, 26, κτλ.· ἄλλης ἡμ., κατ’ ἄλλην ἡμέραν, Σοφ. Ἠλ. 698· τῆς αὐτῆς ἡμ. Ἰσοκρ. 58C· - ἀλλ’ ὡσαύτως, ἡμέρας, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἀντίθ. νυκτός, Σοφ. Ἀποσπ. 63· οὔθ’ ἡμέρας οὔτε νυκτὸς Πλάτ. Φαίδρ. 240C· δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης, δὶς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 37· δὶς τῆς ἡμ. Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 44· πεντάκις τῆς ἡμ. Μένανδ. Μισ. 5· κατεσθίω … τῆς ἡμ. πέντε ἡμιμέδιμνα, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Φερεκρ. Ἀγ. 1. 2) κατὰ δοτ., τῇδε τῇ ἡμέρᾳ, κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν, = σήμερον, Σοφ. Ο. Τ. 1183· τῇ τόθ’ ἡμ. ὁ αὐτ. Ἠλ. 1123· - οὕτω, τῇδ’ ἐν ἡμέρᾳ ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1612, πρβλ. Ο. Τ. 615, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1666, Λυσ. 158, 39, κτλ. 3) κατ’ αἰτ., πᾶσαν ἡμ., ὅλην τὴν ἡμέραν, Ἡρόδ. 1. 111, κτλ.· τὴν μέν αὐτίχ’ ἡμ. Σοφ. Ο. Κ. 483· ὅλην τὴν ἡμ. Εὔπολ. Πολ. 5· τρίτην ἡμ. αὐτοῦ ἥκοντος, τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὴν ἄφιξιν αὐτοῦ, Θουκ. 8. 23· οὐδεμίαν ἡμέραν, οὐδέποτε, Δημ. 264. 1· πέντε ἡμέρας, ἐπὶ πέντε ἡμέρας, Θουκ. 8. 103· τὰς ἡμέρας Ξεν. Κύρ. 1. 3, 12. ΙΙΙ. μετὰ προθ., μίαν ἀν’ ἀμέραν, ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Πίνδ. Ο. 9. 126· ἀνὰ πᾶσαν ἡμ., καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 7. 198· - ἀφ’ ἡμέρας τῆς νῦν, ἀπὸ τῆς σήμερον, ἀπὸ τοῦδε, Σοφ. Ο. Τ. 351· ἀλλά, ἀφ’ ἡμέρας πίνω, ἄρχομαι πίνων πρὶν ἔτι λήξῃ ἡ ἡμέρα, ὡς τὸ Λατ. de die potare, Πολύβ. 8. 27, 11· - δι’ ἡμέρης, Ἀττ. -ρας, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας Ἡρόδ. 1. 97., 2. 173, Φερεκρ. Ἱπν. 1· διὰ τρίτης ἡμ., κατὰ πᾶσαν τρίτην ἡμέραν, Λατ. tertio quoque die, Ἡρόδ. 2. 37· δι’ ἡμ. πολλῶν, κατὰ διάλειμμα πολλ. ἡμ.., Θουκ. 2. 29· - ἐν ἡμέρᾳ, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ.2· - ἐξ ἡμέρας, ἐν καιρῷ ἡμέρας, οὔτε νυκτός οὔτ’ ἐξ ἡμ., Σοφ. Ἠλ. 780· - ἡμέραν ἐξ ἡμέρας, ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Ἡνίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13· - ἐπ’ ἡμέρην, διὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 1. 32, Θουκ. 4. 69· τό γάρ βρότειον σπέρμ’ ἐφ’ ἡμ. φρονεῖ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 295· τῆς ἐφ’ ἡμ. βορᾶς Εὐρ. Ἠλ. 429· ἀλλὰ, τοὐφ’ ἡμέραν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, Εὐρ. Κύκλ. 336· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἐπ’ ἡμ. ἑκάστης, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἡρόδ. 5. 117· ἐφ’ἡμ. τῆς νῦν Σοφ. Ο. Τ. 351· - καθ’ ἡμέραν, ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Χο. 818· καθ’ ἡμ. τὴν νῦν, τὴν σήμερον ἡμέραν, Σοφ. Ο. Κ. 3, Αἴ. 801· ἀλλὰ καθ’ ἡμ. κοινῶς σημαίνει ὅ, τι καὶ παρ’ ἡμῖν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καθ’ ἡμ. ἀεὶ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 779· συνήθως ὅμως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸν καθ’ ἡμ. βίον ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1364, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 1020, Θουκ. 1. 2, κτλ.· τά καθ’ ἡμ. ἐπιτηδεύματα ὁ αὐτ. 2. 37· τό καθ’ ἡμ. ἀδεές ὁ αὐτ. 3. 37, κτλ.· καὶ τὸ καθ’ ἡμ., ἀπολ. καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1126, κτλ.· - ὡσαύτως, τά καθ’ ἑκάστην τὴν ἡμ. Ἰσοκρ. 56C ·πρβλ. ὁσημέραι - μετ’ ἡμέρην, ἀντιθ. νυκτὸς, νύκτωρ, Ἠρόδ. 2. 150, Ἀριστοφ. Πλούτ. 930· νύκτωρ καὶ μεθ’ ἡμ. Αἰσχίν. 64. 36· - ἡμέρα παρ’ ἡμέραν γιγνομένη, ἡμέρα ἀκαολουθοῦσα ἡμέραν, Ἀντιφῶν 137. 43· οὕτω, παρ’ ἡμέραν μόνον, Λουκ. Θ. Διαλ. 24. 2· πρβλ. ἧμαρ ἐν τέλ.- πρὸ ἡμέρας, πρὶν ἀνατείλῃ ἡ ἡμέρα, Δίφιλ. Βοιωτ. 1· - πρὸς ἡμέραν: ἐπειδή δὲ ἦν πρὸς ἡμέραν, ἐπλησίαζε νὰ ἐξημερώσῃ, Λυσ. 92 ἐν τέλ., Δίφιλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, διὰ τὴν ἡμέραν, καθημερινός, Χαρίτ. 4. 2· - ὑπ’ ἀνθρωπίνης ἡμέρας, ὑπὸ κρίσεως ἀνθρωπίνης (ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν ἡμέραν τῆς παγκοσμίου κρίσεως τοῦ Θεοῦ), Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 3. ΙV. ὡς κύρ. ὄνομα, Ἡμέρα, ἡ θεὰ τῆς ἡμέρας, θυγάτηρ τοῦ Ἐρέβους καὶ τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θ. 124. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ ἥμερος, ἐν λ. ὥρα, Λοβ. Παραλ. 359).

English (Abbott-Smith)

ἡμέρα, -ας, ἡ, [in LXX chiefly (very freq.) for יוֹם;]
day;
1.as distinct from night: gen. ἡμέρας, by day (WM, §30, 11), Re 21:25; ἡ. κ. νυκτός (ν. κ. ̔ἡ.), Ac 9:24, I Th 2:9, II Th 3:8, Re 4:8 (BL, §36, 13); ἡμέρας μέσης, at mid-day, Ac 26:13; acc. durat., τ. ἡμέρας, Lk 21:37; ὅλην τὴν ἡ., Ro 8:36; ἐν ἡμέρα, Jo 11:9, Ro 13:13; ἡμέρας ὁδός, a day's journey, Lk 2:44; ἡ. γίνεται, Lk 4:42 22:66; κλίνει, Lk 9:12, al.; metaph., Jo 9:4, Ro 13:12, I Th 5:4, 5 8, II Pe 1:19.
2.Of a civil day of 24 hours, incl. night: Mt 6:34, Mk 6:21, Lk 13:14, al.; τρίτῃ ἡ., Mt 16:21; ἡμέρᾳ κ. ἡ. (cf. יוֹם בְּיֹום, Es 3:4), II Co 4:16; ὅλην τ. ἡ., Ro 8:36 10:21; pl., Jo 2:12, Ac 9:19, al.; ἡ. τῶν ἀζύμων, Ac 12:3; τ. σαββάτου, Lk 13:14, 16; ἡ κυριάκη ἡ., Re 1:10.
3.In Messianic sense, of the last day: ἡ ἡ. (ἐκείνη, τ. κυρίου,etc.), Mt 7:22, Lk 6:23, Ro 13:12, I Co 1:8, I Th 5:2, II Th 2:2, II Pe 3:10, al; by meton., as compared with the divine judgment on that day, ἡ. ἀνθρωπίνη, of a human tribunal, I Co 4:3 (EV, man's judgment).
4.As in Heb. (also in Gk. writers; Bl, §46, 9; M, Pr., 81), of time in general: Jo 8:56 14:20, II Co 6:2, Eph 6:13, II Pe 3:18; pl. Ac 15:7, Eph 5:16, He 10:32; πᾶσας τὰς ἡ. (cf. כָּל הַיָּמִים, De 4:40, al.; MM, Exp., xv), Mt 28:20; ἐλεύσονται ἡ. ὅταν (ὅτε), Mt 9:15, Mk 2:20, Lk 5:35 17:22; αἱ ἡ., c. gen. pers. (Ge 26:1, al.), Mt 2:1, Lk 1:5, Ac 7:45, I Pe 3:20; ἀρχ̀ ἡμερῶν, He 7:3.

English (Strong)

feminine (with ὥρα implied) of a derivative of hemai (to sit; akin to the base of ἑδραῖος) meaning tame, i.e. gentle; day, i.e. (literally) the time space between dawn and dark, or the whole 24 hours (but several days were usually reckoned by the Jews as inclusive of the parts of both extremes); figuratively, a period (always defined more or less clearly by the context): age, + alway, (mid-)day (by day, (-ly)), + for ever, judgment, (day) time, while, years.

Greek Monolingual

και μέρα, η (AM ἡμέρα, Μ και μέρα, Α επικ. και ιων. τ. ἡμέρη, δωρ. τ. ἀμέρα και ἁμέρα, λοκρ. τ. ἀμάρα)
1. το χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου (α. «μέρα μεσημέρι» β. «ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν», Ομ. Οδ.)
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έζησε ή έδρασε κάποιος, καιρός, εποχή, ζωή (α. «περάσαμε δύσκολες ημέρες» β. «ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρώδου», ΚΔ.)
3. γιορτή ή επέτειος (α. «ημέρα Χριστουγέννων» β. «ημέρα του ΟΧΙ»)
4. χρονικό διάστημα πραγματοποίησης γεγονότος ή φαινομένου (α. «ημέρα κρίσεως» — η Δευτέρα Παρουσία
β. «ημέρα καύσωνος» γ. «ημέρα αναπαύσεως» δ. «αποφράς ημέρα» — η μέρα που συνέβη κάτι κακό
ε. «τακτή ημέρα» ή «ρητή ημέρα» — καθορισμένη ημέρα)
5. φρ. α) «παρ' ημέραν», «μέρα παρά μέρα» — κάθε δεύτερη μέρα, κάθε δύο μέρες
β) «από μέρα σε μέρα», «μέρα με την (η)μέρα», «ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν», «ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» — εξακολουθητικά, συν τω χρονω, βαθμηδόν
νεοελλ.
1. ολόκληρο το ημερονύκτιο, χρονικό διάστημα εικοσιτεσσάρων ωρών («λείπει τριάντα μέρες»)
2. ο ορισμένος χρόνος για την ημερήσια εργασία («αρρώστησα κι έλειψα από το γραφείο τρεις ημέρες»)
3. αστρον. ο χρόνος που απαιτείται για να εκτελέσει ένα ουράνιο σώμα μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά του
4. φρ. α) «ηλιακή ημέρα» — το χρονικό διάστημα από τη φαινομένη ανατολή του ηλίου μέχρι τη φαινομένη δύση του
β) «αστρική ημέρα» — χρονικό διάστημα που είναι συντομότερο κατά 0,0084 δευτερόλεπτα σε σύγκριση με την ημέρα
γ) «μέση ηλιακή ημέρα» — χρονικό διάστημα κατά τέσσερα περίπου λεπτά της ώρας μεγαλύτερο από τη διάρκεια της αστρικής ημέρας
δ) «πολιτική ημέρα» — μέση ηλιακή ημέρα διάρκειας εικοσιτεσσάρων ωρών ακριβώς, η αρχή της οποίας έχει καθοριστεί στις 12 τα μεσάνυχτα
ε) «είδε το φως της ημέρας» — γεννήθηκε
στ) «σώθηκαν οι μέρες του» — σε λίγο καιρό θα πεθάνει
ζ) (λαογρ.) «ημέρες της γριάς» — οι τρεις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου
η) «είναι η μέρα μου» — είναι η σειρά μου
θ) «μέρα μου και μέρα σου» — σειρά μου και σειρά σου
ι) «καλή μέρα» — ευχή που λέγεται το πρωί
ια) «την κακή ψυχρή σου μέρα» — υβριστική φράση
ιβ) «έφαγα τη μέρα μου» — διέθεσα τη μέρα μου για να κάνω κάτι το οποίο ίσως δεν άξιζε τον κόπο ή διέθεσα περισσότερο χρόνο από όσο έπρεπε για κάτι
ιγ) «κρίσιμη μέρα» — η μέρα κατά την οποία πρόκειται να κριθεί η έκβαση κάποιας σοβαρής κατάστασης
ιδ) «της ημέρας» — σημερινός ή πολύ πρόσφατος («αβγά της ημέρας»)
ιε) «είμαι της ημέρας» — έχω υπηρεσία μια ορισμένη ημέρα, είμαι εφημερεύων
ιστ) «μέρα και νύχτα» ή «νύχτα μέρα» — διαρκώς, πάντοτε
ιζ) «άσπρη μέρα» — καλή μέρα, αίσια μέρα
5. παροιμ. α) «κάθε μέρα δεν είναι τ' Άι Γιαννιού» — τα ευχάριστα περιστατικά δεν επαναλαμβάνονται συνεχώς
β) «όλες οι μέρες είναι του θεού» — δεν πρέπει να θεωρούνται μερικές μέρες ως γρουσούζικες
γ) «η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται» — η έκβαση και ο χαρακτήρας μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου φαίνονται από την αρχή
μσν.
(φρ)
1. «εἰς τὲς ἡμέρες» — τον κατάλληλο καιρό
2. «εἰς τὴν ἡμέρα» ή «μέρα - μέρα» — κάθε μέρα
αρχ.
1. ο χρόνοςἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια», Σοφ.)
2. ως κύρ. όν.. η Ημέρα
θεά, προσωποποίηση της ημέρας
3. φρ. α) «ἅμα ἡμέρᾳ» — μόλις ξημέρωσε
β) «τῆς ἡμέρας ὀψέ» — αργά την ημέρα, προς το βράδυ
γ) «ἐπίπονος ἁμέρα» — τα καθημερινά βάσανα (Σοφ.)
δ) «παλαιά ἁμέρα» — τα γεράματα (Σοφ.)
ε) «αἱ μακραὶ ἁμέραι» — η μακρόχρονη ζωή (Σοφ.)
στ) «νέα ἁμέρα» — η νεότητα
ζ) «ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡμέρα» — κατά το τέλος της ζωής (Αριστοτ.)
η) «ἡμερῶν ὀλίγων» — μέσα σε όριο λίγων ημερών (Πλάτ.)
θ) «τῇδε θἠμέρᾳ» — σήμερα
ι) «ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην» — κάθε μέρα (Ηρόδ.)
ια) «εἰς ἡμέραν» — μία φορά τον χρόνο (ΠΔ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ἦμαρ. Η κατάλ. -έρα θυμίζει τα επίθ. σε -ερος, πράγμα που οδήγησε στην υπόθεση ότι το ἡμέρα προέρχεται από κάποιο αμάρτυρο επίθ., παράγωγο του ἦμαρ. Η δασύτητα απαντά μόνο στην ιων.-αττ. (πρβλ. δωρ. ἀμέρᾱ, λοκρ. ἀμάρᾱ) και οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το ἑσπέρα. Ο νεοελλ. τ. μέρα προήλθε από τη σίγηση του προτονικού αρχικού φωνήεντος (πρβλ. ερωτώ > ρωτώ). Το επίρρ. σήμερα προέρχεται από αμάρτυρο επίθ. κι-άμερος (με α΄ συνθετικό κι- «εδώ, αυτός»), το ουδ. γένος του οποίου απέκτησε επιρρηματική σημασία κατά το αὔριον και έδωσε το σήμερον. Η νεοελλ. προσφώνηση καλημέρα είναι «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση καλήν ημέραν (εύχομαι). Ως β΄ συνθετικό η λ. ημέρα απαντά σε πολλά σύνθ. επίθ. με τη μορφή -(ή)μερος. Όσων από αυτά το α' συνθετικό είναι αριθμητικό (διήμερος, τριήμερος, δεκαήμερος), το ουδ. γένος σε (ή)μερο(ν)-ερα χρησιμοποιείται και ως ουσ. (διήμερο(ν), εννιάμερα). Τέλος, από τα αυθήμερος, νυχθήμερος παράγονται τα επιρρ. αυθημερόν, νυχθημερόν. Η λ. ημέρα έχει σε όλες τις περιόδους της Ελληνικής τη βασική σημ. «χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου» και, με τη σημ. αυτή, αντιτίθεται προς τη νύχτα. Από αυτή τη σημ. η λ. (η)μέρα στη Νέα Ελληνική έλαβε, κατ' επέκταση, τη σημ. «από το πρωί μέχρι το βράδυ» (πρβλ. λείπει όλη τη μέρα από το σπίτι) καθώς επίσης και «όλο το εικοσιτετράωρο» (πρβλ. 15 ημερών ταξίδι)
στη Νέα Ελληνική επίσης η λ. (η)μέρα χρησιμοποιείται σε ορισμένες εκφράσεις και με στενότερη, πιο εξειδικευμένη, σημ. «ορισμένες ώρες της μέρας» (πρβλ. μην περνάς τη μέρα σου χαζεύοντας) ή μόνο «τις ώρες ημερήσιας εργασίας» (πρβλ. πέρασα δύσκολη μέρα σήμερα στη δουλειά). Επίσης, η λ. (η)μέρα στον πληθ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ορισμένη χρονική περίοδο, κατά την οποία συνέβησαν κάποια συγκεκριμένα (και σημαντικά) γεγονότα ή μια παρωχημένη εποχή η οποία αντιπαραβάλλεται προς το παρόν (πρβλ. οι μέρες της κατοχής, οι μέρες που περάσαμε μαζί, στις μέρες μας δούλευε ηαγία ράβδος).
ΠΑΡ. ημερήσιος, ημέριος, ημερίς
αρχ.
ημεραίος, ημερεύω, ημερίδης ημερινός, ημερούσιος
μσν.
ημερώον
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. ημερ(ο)- (Β' συνθετικό) (πλην τών επιθ. με α' συνθετικό αριθμητικό): αυθήμερος, ευήμερος, εφήμερος, ισήμερος, μακροήμερος, νυχθήμερος, ολοήμερος, υπερήμερος
αρχ.
αλιτήμερος, αμφήμερος, αφήμερος, ετερήμερος, καλήμερος, κακήμερος, λιπήμερος, μεθαμέρα, μισοκαλήμερος, μονήμερος, νεαμέρα, ολιγήμερος, οψημέρα, πανήμερος, παρήμερος, προσήμερος
(νεοελλ.] ενήμερος, μονοήμερος, ολιγοήμερος].
επίρρ. βλ. ήμερος.

Greek Monotonic

ἡμέρα: Ιων. ἡμέρη, Δωρ. ἁμέρα, ἡ,
I. 1. ημέρα, σε Όμηρ. κ.λπ.· φράσεις που σημαίνουν το χάραμα, το ξημέρωμα· ἅμα ἡμέρᾳ ή ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, σε Ξεν.· ἡμέρα διαλάμπει ή ἐκλάμπει, σε Αριστοφ.· ἡμέρα ὑποφαίνεται, σε Ξεν.· γίγνεται ή ἐστὶ πρὸς ἡμέραν, στον ίδ.
2. σε ορισμένες περιπτώσεις μαζί με επίθ. για να περιγράψει περίοδο χρόνου ή της ζωής· ἐπίπονος ἡμέρα, ζωή γεμάτη αθλιότητα, σε Σοφ.· λυπρὰν ἄγειν ἡμέραν, σε Ευρ.· αἱ μακραὶ ἡμέραι, η διάρκεια των ημερών, σε Σοφ.· νέα ἡμέρα, η νεότητα, τα νιάτα, σε Ευρ.
3. ποιητ. αντί του χρόνου· ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια, σε Σοφ.
II. απόλ. χρήσεις·
1. στη γεν., τριῶν ἡμερέων, μέσα σε διάστημα τριών ημερών, σε Ηρόδ.· ἡμερῶν ὀλίγων, μέσα σε λίγες ημέρες, σε Θουκ.· επίσης, ἡμέρας, σε καιρό ημέρας, σε Πλάτ.· δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης, δύο φορές κάθε μέρα, σε Ηρόδ.
2. στη δοτ., τῇδε τῇ ἡμέρᾳ, σε αυτή την ημέρα, σε Σοφ.· ομοίως, τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ, στον ίδ.
3. στην αιτ., πᾶσαν ἡμέραν, όλη την ημέρα, σε Ηρόδ.· τρίτην ἡμέραν ἥκων, τρεις ημέρες μετά την άφιξη κάποιου, σε Θουκ.· τὰς ἡμέρας, στη διάρκεια της ημέρας, σε Ξεν.
III. με πρόθ., ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν, κάθε μέρα, σε Ηρόδ.· δι' ἡμέρης, σε Αττ. -ρας, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας, στον ίδ.· διὰ τρίτης ἡμέρας, κάθε τρίτη μέρα, Λατ. tertio quoque die, στον ίδ.· δι' ἡμερῶν πολλῶν, στο μεσοδιάστημα πολλών ημερών, σε Θουκ.· ἐξἡμέρας, στο διάστημα της ημέρας, σε Σοφ.· ἐφ' ἡμέραν, επαρκής για την ημέρα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αλλά τοὐφ'ἡμέραν, μέρα με τη μέρα, από μέρα σε μέρα, σε Ευρ.· καθ'ἡμέραν, με τη μέρα, στο διάστημα της ημέρας, σε Αισχύλ.· αλλά με κοινή σημασία· μέρα με τη μέρα, καθημερινά, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ καθ' ἡμέραν, απόλ., κάθε μέρα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεθ' ἡμέραν, το μεσημέρι, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

I. day, Hom., etc.:—phrases for day-break, ἅμα ἡμέρᾳ or ἅμα τῇ ἡμέρᾳ Xen.; ἡμ. διαλάμπει or ἐκλάμπει Ar.; ἡμ. ὑποφαίνεται Xen.; γίγνεται or ἐστὶ πρὸς ἡμέραν Xen.
2. with Adjs. to describe a state or time of life, ἐπίπονος ἡμ. a life of misery, Soph.; λυπρὰν ἄγειν ἡμ. Eur.; αἱ μακραὶ ἡμέραι length of days, Soph.; νέα ἡμ. youth, Eur.
3. poet. for time, ἡμ. κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια Soph.
II. absol. usages,
1. in gen., τριῶν ἡμερέων within three days, Hdt.; ἡμερῶν ὀλίγων within a few days, Thuc.: —also, ἡμέρας by day, Plat.; δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης twice every day, Hdt.
2. in dat., τῇδε τῇ ἡμέρᾳ on this day, Soph.; so, τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ Soph.
3. in acc., πᾶσαν ἡμ. all day, Hdt.; τρίτην ἡμ. ἥκων three days after one's arrival, Thuc.; τὰς ἡμέρας in daytime Xen.
III. with Preps., ἀνὰ πᾶσαν ἡμ. every day, Hdt.:— δι' ἡμέρης, Attic -ρας, the whole day long, Hdt.; διὰ τρίτης ἡμ. every third day, Lat. tertio quoque die, Hdt.; δι' ἡμ. πολλῶν at a distance of many days, Thuc.: — ἐξ ἡμέρας by day, Soph.:— ἐφ' ἡμέραν sufficient for the day, Hdt., etc.; but, τοὐφ' ἡμέραν day by day, Eur.:— καθ' ἡμέραν by day, Aesch.; but commonly day by day, daily, Soph., etc.; τὸ καθ' ἡμ., absol., every day, Ar., etc.;— μεθ' ἡμέραν at mid- day, Hdt., etc.

Chinese

原文音譯:¹mšra 赫姆拉
詞類次數:名詞(389)
原文字根:日 相當於: (יׄום‎)
字義溯源:日*,日子,日頭,天,天天,每天,晝,白晝,白日,時日,時候,一段時間(從天亮到天黑),世代,時刻,年紀,年日,節日,天亮;或源自(ἧλος)X=坐*),與(ἑδραῖος)=坐定的)相類似。新約特別提說:主的日子( 徒2:20),人子的日子( 路17:22,26),信徒得贖的日子( 弗4:30),耶穌基督的日子( 腓1:6),主降臨的日子( 帖後1:10)
同源字:1) (ἐφημερία)日誌 2) (ἐφήμερος)每日的 3) (ἡμέρα)日 4) (καθημερινός)天天的 5) (μεσημβρία)中午 6) (νυχθήμερον)一日一夜 7) (σήμερον)今日
出現次數:總共(388);太(45);可(26);路(83);約(31);徒(93);羅(12);林前(7);林後(7);加(2);弗(3);腓(4);西(2);帖前(6);帖後(3);提前(1);提後(5);來(18);雅(2);彼前(3);彼後(12);約壹(1);猶(1);啓(21)
譯字彙編
1) 日子(140)數量太多,不能盡錄;
2) 天(93) 太13:1; 太15:32; 太17:1; 太20:2; 太20:6; 太20:12; 太22:23; 太26:2; 太26:61; 太27:40; 太28:20; 可1:13; 可4:35; 可8:2; 可8:31; 可9:2; 可9:31; 可10:34; 可14:12; 可14:49; 可14:58; 路2:21; 路2:46; 路4:2; 路4:42; 路9:23; 路9:28; 路9:37; 路11:3; 路16:19; 路17:4; 路19:47; 路21:37; 路22:53; 路22:66; 路23:12; 路24:13; 路24:18; 路24:21; 約1:39; 約4:40; 約4:43; 約5:10; 約11:6; 約11:17; 徒1:3; 徒2:41; 徒2:46; 徒2:47; 徒3:2; 徒7:26; 徒8:1; 徒10:30; 徒10:48; 徒16:12; 徒16:35; 徒17:11; 徒19:9; 徒20:6; 徒20:6; 徒20:18; 徒21:4; 徒21:7; 徒21:26; 徒23:12; 徒24:1; 徒24:11; 徒24:24; 徒25:1; 徒25:6; 徒27:29; 徒27:33; 徒27:33; 徒27:39; 徒28:13; 徒28:14; 徒28:17; 羅10:21; 林前10:8; 林前15:4; 林前15:31; 林後11:28; 加1:18; 腓1:5; 來3:13; 來10:11; 彼後2:8; 彼後2:8; 啓11:3; 啓11:9; 啓11:11; 啓12:6; 啓18:8;
3) 日(87) 太7:22; 太12:40; 太12:40; 太16:21; 太17:23; 太20:19; 太22:46; 太24:38; 太27:63; 太27:64; 太28:15; 可15:29; 路1:59; 路4:16; 路6:23; 路9:22; 路10:12; 路13:14; 路14:5; 路17:30; 路17:31; 路18:33; 路23:54; 路24:7; 路24:46; 約2:1; 約2:19; 約2:20; 約6:39; 約6:40; 約6:44; 約6:54; 約11:24; 約11:53; 約12:1; 約12:7; 約12:48; 約14:20; 約16:23; 約16:26; 約19:31; 約20:19; 約20:26; 徒1:5; 徒2:1; 徒2:29; 徒5:42; 徒7:8; 徒9:9; 徒9:43; 徒10:40; 徒13:14; 徒13:31; 徒16:5; 徒16:13; 徒16:18; 徒17:17; 徒18:18; 徒20:16; 徒20:26; 徒21:10; 徒23:1; 徒25:14; 徒26:22; 徒27:7; 徒27:20; 徒28:7; 徒28:12; 羅8:36; 羅11:8; 羅14:5; 林前3:13; 林後3:14; 西1:9; 提後1:18; 來4:4; 來7:27; 來10:32; 來11:30; 彼後3:8; 彼後3:8; 彼後3:18; 啓1:10; 啓2:10; 啓6:17; 啓9:15; 啓16:14;
4) 晝(17) 太4:2; 可5:5; 路2:37; 路18:7; 徒9:24; 徒20:31; 徒26:7; 帖前2:9; 帖前3:10; 帖後3:8; 提前5:5; 提後1:3; 啓4:8; 啓7:15; 啓12:10; 啓14:11; 啓20:10;
5) 一天(9) 太6:34; 太24:42; 可6:21; 路2:44; 路22:7; 徒10:3; 徒26:13; 林後4:16; 林後4:16;
6) 白日(5) 可4:27; 約9:4; 約11:9; 約11:9; 彼後1:19;
7) 時日(4) 路5:17; 路20:1; 弗5:16; 來8:9;
8) 時候(4) 太2:1; 太11:12; 徒7:41; 啓10:7;
9) 白晝(4) 羅13:12; 羅13:13; 啓8:12; 啓21:25;
10) 年紀(3) 路1:7; 路1:18; 路2:36;
11) 時(3) 太23:30; 來12:10; 彼前3:20;
12) 幾日(2) 路15:13; 約2:12;
13) 日頭(2) 路9:12; 路24:29;
14) 白天(2) 路6:13; 徒2:15;
15) 的日子(1) 來4:7;
16) 屬於白晝(1) 帖前5:8;
17) 時日的(1) 來7:3;
18) 白晝的(1) 彼後2:13;
19) 日子的(1) 猶1:6;
20) 白晝之(1) 帖前5:5;
21) 論斷(1) 林前4:3;
22) 天亮(1) 徒12:18;
23) 些日子(1) 可2:1;
24) 每天(1) 太26:55;
25) 這日(1) 羅14:5;
26) 那日(1) 羅14:5;
27) 節日(1) 路2:43

Lexicon Thucydideum

dies, day
spatium diei, period of the day 1.137.2, 2.81.8, 3.49.2, 3.74.1, 3.80.2, 3.91.5, 4.13.1, 4.31.1, 4.35.4, 4.38.4, 4.69.3, 4.104.4, 4.114.2, 4.115.2, 4.130.1, 5.54.3, 5.65.5, 6.7.2, 6.16.6, 7.38.1, 7.38.3, 7.39.2, 7.74.1, 8.28.1, 8.103.1,
in diem, for the day, 3.17.3, 5.47.6, 6.31.3, 7.27.2,
toto die, the whole day, 7.82.1,
in unum diem, for one day, 4.69.3,
quotidie, every day, daily, 1.2.2, 2.37.2. 2.38.1. 2.43.1. 2.85.4, 3.37.2. 3.82.2. 6.60.2, 6.63.2, 7.8.1. 7.50.2.
PLUR. 1.48.1, 1.105.6, 1.117.1. 1.143.2. 2.25.3, 2.29.3. 2.47.3. 2.57.2. 2.58.3. 2.73.1, 2.75.3, 2.86.5, 2.97.1, 2.25.2. 2.101.6. 3.51.4, 3.52.3. 3.81.4. 3.107.3. 3.113.6, 4.5.2. 4.6.2, 4.26.4, 4.28.4, 4.39.1. 4.39.2. 4.3.1. 4.54.4, 4.85.4. 4.105.2, 4.124.4. 5.20.1,
similiter similarly 5.26.3. 5.47.6. 6.1.2, 6.74.2. 7.3.1, 7.43.2, [vulgo commonly πένθ᾽] 7.50.2, 7.50.4. 7.51.2. 7.87.3, 8.31.4. 8.44.4. 8.71.3, 8.99.1. 8.101.1, 8.103.3, —
dies status, appointed day 1.20.2, 1.29.5. 1.60.3, 1.100.1. 1.108.22.12.3, 2.19.1. 3.59.2, 3.75.1, 3.76.1. 3.96.2, 4.25.8, 4.76.4, 4.77.1, 4.78.5. 4.90.3. 4.101.1. 4.106.3, 4.118.2, 4.129.5. 4.130.2. 5.9.9, 5.75.4, [boni codd. good manuscripts προτέρᾳ] 6.8.3. 6.23.2, 6.30.1, 6.56.2. 6.64.3. 6.65.1, 6.97.1. 7.3.5, 7.40.2, 7.42.3. 7.52.1, 7.73.2, 7.75.1. 7.78.4. 7.82.3. 8.23.1,
tertia die post eius adventum., on the third day after his arrival. 8.23.2, 8.24.1. 67, 8.23.3, 8.69.2. 8.93.3, 8.103.3, 8.107.1. DUAL. 8.62.1,
PLUR. 2.83.1, 3.29.2, 4.89.1, 4.91.1, 4.101.5. 4.120.1. 4.122.4, 4.122.6, 5.47.10, 5.47.106.29.3, 6.65.1, 7.33.1.—
lux, dies opp. nocti, light, day opposed to night 1.129.3, 3.88.3, 4.23.2, 7.28.1, 7.44.1, 7.77.6,
cum with εἶναι, γίγνεσθαι,3.24.3, 4.48.4, 4.67.3, 4.114.1, 4.135.1, 7.44.8. 7.81.1, [artic. om. nonnulli codd. article omitted by some manuscripts]. 7.84.1.
orto die, at daybreak, 5.59.1,
interdin, by day, 6.43.2, 6.73.3,
ubi illuxit, when daylight came, 2.94.2, 3.107.1,
item likewise 6.96.1
et and 7.29.3.
vespere, in the evening, 4.25.1, 4.93.1.

Translations

day

Abkhaz: амш; Adyghe: мафэ; Afar: ayró; Afrikaans: dag; Aghwan: 𐕘𐔼; Ahom: 𑜈𑜃𑜫; Ainu: トホ; Akan: ɛda; Aklanon: adlaw; Albanian: ditë; Amharic: ቀን, መአልት; Andi: зубу; Arabic: يَوْم‎; Egyptian Arabic: يوم‎, ايام‎; Gulf Arabic: يوم‎; Hijazi: يوم‎; Moroccan Arabic: يوم‎; Aragonese: diya, día; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܝܵܘܡܵܐ‎; Classical Syriac: ܝܘܡܐ‎; Jewish Babylonian Aramaic: יוֹמָא‎; Archi: ихъ; Armenian: օր; Aromanian: dzuã, dzãuã, dzã; Assamese: দিন; Asturian: día; Atayal: bingqi'; Avar: къо; Avestan: 𐬭𐬀𐬊𐬗𐬀𐬵‎, 𐬀𐬌𐬌𐬀𐬭‎; Azerbaijani: gün, sutka; Bakhtiari: روز‎; Balinese: dina; Baluchi: روچ‎; Bashkir: тәүлек, көн; Basque: egun; Baure: roseskoner; Belarusian: суткі, дзень, доба, содні; Bengali: দিন; Bhojpuri: 𑂠𑂱𑂢; Bikol Central: aldaw; Breton: deiz, devezh; Budukh: йыгъ; Buginese: esso; Bulgarian: денонощие, ден; Burmese: နေ့; Buryat: үдэр; Catalan: dia, jorn; Cebuano: adlaw; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⵙ; Central Dusun: tadau; Central Melanau: lau; Chagatai: کون‎; Cham Eastern Western Chamicuro: senesyako; Chechen: де; Cherokee: ᎢᎦ; Chichewa: tsiku; Chinese Cantonese: 日; Dungan: тян, йитян; Hakka: 日; Mandarin: 天, 日; Min Dong: 日; Min Nan: 日, 工; Wu: 天, 日; Chuukese: ran; Chuvash: кун; Coptic: ⲉϩⲟⲟⲩ; Cornish: dydh; Cree: ᑮᓯᑳᐤ; Crimean Tatar: kün; Czech: den; Danish: døgn, dag; Daur: udure; Dhivehi: ދުވަސް‎; Dolgan: күн; Dongxiang: udu; Drung: ni; Dutch: dag, etmaal; Eastern Arrernte: arlte; Eastern Bontoc: ka-orkawan; Esperanto: tago; Estonian: ööpäev, päev; Even: инэӈ; Evenki: тыргани; Ewe: ŋkeke; Faroese: dagur, samdøgur; Fijian: siga; Finnish: päivä, vuorokausi; French: jour, journée; Old French: jor; Frisian North Frisian: dai, däi; Old Frisian: di, dei; West Frisian: dei; Friulian: dì, zornade; Galician: día; Georgian: დღე, დღე-ღამე, დღე და ღამე; German: Tag; Silesian: Tag; Gothic: 𐌳𐌰𐌲𐍃; Greek: ημέρα, μέρα, εικοσιτετράωρο, ημερονύχτιο; Ancient Greek: ἡμέρα, ἡμέρη, ἀμέρα, ἀμάρα, ἦμαρ, ἆμαρ; Greenlandic: ulloq; Gujarati: દિવસ; Hausa: rana; Hawaiian: lā, ao; Hebrew: יְמָמָה‎, יוֹם‎; Higaonon: anlaw; Hindi: दिन, वार, दिवस, रोज़, यौम, रोज, दिहाड़ा; Hungarian: nap; Hunsrik: Daagh, taach; Iban: hari; Icelandic: dagur; Ido: dio; Ilocano: aldaw; Indonesian: hari; Ingush: ди; Interlingua: die; Irish: lá; Isnag: alxaw; Istriot: dèi, zurnada; Italian: giorno; Japanese: 日, 一日; Javanese: ꦢꦶꦤ, ꦢꦶꦤ꧀ꦠꦼꦤ꧀; Jurchen: inengi; Kaingang: kurã; Kalmyk: өдр; Kambaata: bara; Kannada: ದಿನ; Kashmiri: دۄہ‎, دۆہ‎, روز‎; Kashubian: dzéń; Kazakh: күн, тәулік; Khmer: ថ្ងៃ, នៅពេលថ្ងៃ; Kipchak: کون‎; Korean: 일주야(一晝夜), 하루, 일; Kurdish Central Kurdish: ڕۆژ‎; Northern Kurdish: roj; Kven: janturi, vuorokausi; Kyrgyz: күн; Laboya: lado; Ladin: dì; Lak: кьини; Lakota: aŋpétu; Lao: ວັນ; Latgalian: dīna; Latin: dies, lux; Latvian: diena, diennakts; Laz: დღა; Lezgi: йугъ, югъ; Ligurian: giorno; Limburgish: daag; Lithuanian: para, diena; Livonian: pǟva; Lombard: dì; Low German: Dag; Lü: ᦞᧃ; Lubuagan Kalinga: egew; Luxembourgish: Dag; Maasai: enkolong'; Macedonian: ден; Magahi: 𑂠𑂱𑂢𑂰; Maguindanao: gay; Maithili: दिन; Makasar: allo; Malay: hari, yaum; Malayalam: ദിവസം; Malecite-Passamaquoddy: kisq inan; Maltese: nhar, jum; Manchu: ᡳᠨᡝᠩᡤᡳ; Mansaka: allaw; Maori: rā, rangi; Maranao: gawi'i; Marathi: दिवस; Maricopa: nyaa; Mbyá Guaraní: ára; Meänkieli: päivä; Middle English: day; Middle Persian: 𐭩𐭥𐭬‎; Mingrelian: დღა, ნდღა; Mirandese: die; Mòcheno: ta; Mon: တ္ၚဲ; Mongolian: өдөр; Mwani: suku; Nahuatl: tonalli; Nanai: ини; Navajo: jį́; Neapolitan: juorno; Nepali: दिन; Nivkh: муғф; Norman: jour, journée, journaïe; Northern Ohlone: tú̄hi; Northern Sami: beaivi; Northern Thai: ᩅᩢ᩠ᨶ; Norwegian: dag, døgn; O'odham: taṣ; Occitan: jorn, dia; Odia: ଦିନ; Old Church Slavonic: дьнь; Old East Slavic: дьнь; Old English: dæġ; Old French: jur; Old Galician-Portuguese: dia; Old Javanese: dina; Old Norse: dagr; Old Occitan: jorn; Old Saxon: dag; Ossetian: бон; Ottoman Turkish: روز‎, یوم‎, ایام‎, گون‎; Pali: dina; Papiamentu: día; Pashto: ورځ‎, روځ‎; Pennsylvania German: Daag; Persian: روز‎; Phoenician: 𐤉𐤌‎; Plautdietsch: Dach; Pohnpeian: rahn; Polabian: dan; Polish: dzień inan, doba; Portuguese: dia; Punjabi: ਦਿਨ; Quechua: p'unchaw, puncau, hunag; Rawang: ni; Rohingya: din; Romagnol: dè; Romanian: zi; Romansch: di; Russian: сутки, день; Rusyn: динь; Saho: max; Sanskrit: दिन, दिवस; Santali: ᱫᱤᱱ; Sardinian: dí; Scottish Gaelic: latha; Serbo-Croatian Cyrillic: дан; Roman: dan; Shan: ဝၼ်း; Sherpa: ཉི་མ; Sicilian: jornu, jonnu; Sidamo: barra; Sindhi: ڏيِنہُن‎; Sinhalese: දවස; Slovak: doba, deň; Slovene: dán; Somali: maalin; Sorbian Lower Sorbian: źeń; Upper Sorbian: dźeń; South Slavey: dzene; Southern Kalinga: arkaw, padcha; Spanish: día; Sranan Tongo: dei; Sumerian: 𒌓; Sundanese: dinten; Swahili: siku; Swedish: dygn, dag; Sylheti: ꠖꠤꠘ; Tabasaran: йигъ; Tagalog: araw; Tai Tai Nüa: ᥝᥢᥰ; Tajik: рӯз; Talysh: روز‎, روج‎; Tamil: நாள்; Tarantino: giorne, sciùrne; Tatar: көн; Tausug: adlaw; Telugu: రోజు; Ternate: wange; Thai: วัน; Tibetan: ཉི་མ, ཉིན, ཞག་པོ, ཞག, ཉིན་ཞག; Tigrinya: መዓልቲ; Tsakonian: αμέρα; Tumbuka: dazi; Turkish: gün; Turkmen: gün; Tuvan: хүн; Tzotzil: kʼakʼal; Udi: гьи; Ukrainian: день, доба; Urdu: دن‎; Uyghur: كۈن‎; Uzbek: kun; Venetian: dì; Veps: päiv; Vietnamese: ngày, hôm, bữa; Volapük: del; Võro: päiv; Walloon: djoû; Welsh: dydd, dwthwn, diwrnod; Western Bukidnon Manobo: andew; White Hmong: hnub; Winnebago: hąąp, hąąpra; Wolof: bés; Yagnobi: мет, рӯз; Yakan: bahangi; Yakut: күн, хонук; Yiddish: טאָג‎; Yoruba: o̩jó̩, ò̩sán; Yucatec Maya: k'iin; Zazaki: roc, roz; Zealandic: dag; Zhuang: ngoenz; Zulu: usuku, umuhla; Zuni: yadonne; ǃXóõ: ǁʻân