λιθοδομία
Greek Monolingual
η
1. η κατασκευή τοίχου από πέτρες, με ή χωρίς αμμοκονίαμα, λιθοδομή
2. μέρη οικοδομήματος κτισμένα με πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοδόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].
η
1. η κατασκευή τοίχου από πέτρες, με ή χωρίς αμμοκονίαμα, λιθοδομή
2. μέρη οικοδομήματος κτισμένα με πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοδόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].