λιθοδόμος

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοδόμος Medium diacritics: λιθοδόμος Low diacritics: λιθοδόμος Capitals: ΛΙΘΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: lithodómos Transliteration B: lithodomos Transliteration C: lithodomos Beta Code: liqodo/mos

English (LSJ)

ὁ, mason, τέκτονες καὶ λιθοδόμοι joiners and masons, X.Cyr.3.2.11 codd. (sed leg. λιθοτόμοι).

German (Pape)

[Seite 45] von Steinen bauend, ὁ, der Maurer, neben τέκτων, Xen. Cyr. 3, 2, 11 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bâtit avec des pierres, architecte.
Étymologie: λίθος, δέμω.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοδόμος:каменщик, строитель (τέκτονες καὶ λιθοδόμοι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοδόμος: ὁ, ὁ κτίζων, οἰκοδομῶν διὰ λίθων, κτίστης, τέκτονες καὶ λιθοδόμοι, λεπτουργοὶ καὶ κτίσται, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11· πρβλ. λιθολόγος.

Greek Monolingual

ο (Α λιθοδόμος)
αυτός που κτίζει με λίθους
νεοελλ.
ζωολ. το μαλάκιο λιθοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -δόμος (< δέμω), πρβλ. οικοδόμος, πυργοδόμος.

Greek Monotonic

λῐθοδόμος: ὁ (δέμω), αυτός που χτίζει, που οικοδομεί με πέτρες, χτίστης, οικοδόμος, σε Ξεν.

Middle Liddell

λῐθο-δόμος, ὁ, δέμω
building with stones, a mason, Xen.