λογομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος περὶ λόγων ἢ λέξεων, Achmes Ὀνειρ. 12.
ο (Α λογομάχος)αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικόςαρχ.αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο.