λευκοκέφαλος
English (LSJ)
ον,
A gloss on λευκόκρας, Id.
German (Pape)
[Seite 34] weißköpfig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοκέφᾰλος: -ον, ἔχων λευκὴν κεφαλήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λευκοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό κεφάλι.
ον,
A gloss on λευκόκρας, Id.
[Seite 34] weißköpfig, Hesych.
λευκοκέφᾰλος: -ον, ἔχων λευκὴν κεφαλήν, Ἡσύχ.
λευκοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό κεφάλι.