λευκοκέφαλος
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
λευκοκέφαλον, gloss on λευκόκρας, Id.
German (Pape)
[Seite 34] weißköpfig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοκέφᾰλος: -ον, ἔχων λευκὴν κεφαλήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λευκοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό κεφάλι.